Τη νύχτα της 31ης του Γενάρη προς 1η του Φλεβάρη (13 προς 14/2 με το νέο ημερολόγιο) του 1862 εκδηλώθηκε στο Ναύπλιο εξέγερση, λαού και στρατού, κατά του μοναρχικού καθεστώτος του Οθωνα, κι αυτό όχι τυχαία.
«Το Ναύπλιο - σύμφωνα με τον Κορδάτο2 - ήταν το σπουδαιότερο επαναστατικό κέντρο των αντιβασιλικών» εκείνης της εποχής. Ηταν μια ζωντανή πόλη, που επηρεαζόταν άμεσα από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στη χώρα και που τη χαρακτήριζαν οι έντονες πολιτικές ζυμώσεις, γεγονός καθόλου περίεργο αφού υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας μετά την επανάσταση. Επιπλέον, είχε γίνει το κέντρο υποδοχής όσων βρίσκονταν υπό δυσμένεια από το μοναρχικό καθεστώς. «Τους πιότερους, δηλαδή ανεπιθύμητους ή καταδικασμένους για πολιτικούς λόγους αξιωματικούς - γράφει ο Δ. Φωτιάδης3 - τους στέλνανε είτε εξόριστους στο Ανάπλι, "υπό αστυνομικήν επιτήρησιν", είτε να φυλακιστούν σ' ένα από τα δύο περίφημα κάστρα του, το Παλαμήδι ή την Ακροναυπλία». Δεν είναι επομένως καθόλου ανεξήγητο που επικεφαλής της εξέγερσης υπήρξαν εξόριστοι και - μυημένοι απ' αυτούς - στρατιωτικοί όπως ο Αρτέμης Μίχου, ο Πάνος Κορωναίος, ο Δ. Θ. Γρίβας, ο Δ. Μπότσαρης, ο Χρ. Ζυμβρακάκης κ.ά. καθώς και μια ομάδα πολιτικών ανάμεσα στους οποίους διακρίνονταν ο δήμαρχος Π. Ζαφειρόπουλος, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο πρόξενος του Βελγίου Σπ. Ζαβιτσιάνος, οι δικηγόροι Κ. Αντωνόπουλος, Γρ. Δημητριάδης, Ι. Παπαζαφειρόπουλος, Κ. Πετσάλης και, φυσικά, η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου - η Ελληνίδα μαντάμ Ρολάν, σύμφωνα με τον Δ. Φωτιάδη4- μια πολύ μορφωμένη γυναίκα, σύζυγος του μακαρίτη τότε γερουσιαστή και δημάρχου του Ναυπλίου Σπ. Παπαλεξόπουλου, το σπίτι της οποίας είχε μεταβληθεί σε κέντρο της επαναστατικής προετοιμασίας.
«Η γυνή αυτή - γράφει ο Επ. Κυριακίδης5 - ...πεντήκοντα ετών, αλλ' ακμαία έτι διασώζουσα τα ίχνη παρωχημένης καλλονής, συνενούσα την γυναικείαν γλυκύτητα προς την ανδρικήν ευτολμίαν, ήτο υπέροχος των συνήθων γυναικών, εύγλωττος, πεπαιδευμένη, ιεροφάντις των στασιαστικών ιδεών, κατέστησε τον οίκον αυτής το κέντρον της συνωμοσίας».
Ο τελευταίος πρωθυπουργός του Οθωνα Γενναίος Κολοκοτρώνης (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) |
Αρχικά οι επαναστάτες είχαν ορίσει ως ημερομηνία εκδήλωσης της εξέγερσης την 3η/16η του Φλεβάρη αλλά υποχρεώθηκαν να αλλάξουν τα σχέδιά τους και να κινηθούν δύο μέρες νωρίτερα λόγω του ότι μια σειρά από επιστολές του Α. Μίχου και του Σπ. Ζαβιτσιάνου, στις οποίες περιγράφονταν οι αντικαθεστωτικές ενέργειες, έπεσαν στα χέρια των υπηρεσιών του οθωνικού καθεστώτος.
Ας δούμε όμως εν συντομία πώς εξελίχθηκε, έστω και πρόωρα εκδηλωθείσα, η εξέγερση.
- Η επικράτηση και οι σκοποί της εξέγερσης
Οι επαναστάτες, χωρίς δυσκολία, κατέλαβαν πολύ γρήγορα όλα τα στρατηγικά σημεία της πόλης και τις δημόσιες υπηρεσίες. Ιδιαίτερη αντίσταση δε συνάντησαν, πράγμα φυσικό αφού «οι αντιδραστικοί ήταν λίγοι, πολύ λίγοι, και ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους»6. Πρώτη ενέργεια των επαναστατών ήταν να απελευθερώσουν τους πολιτικούς κρατούμενους. Στη συνέχεια - και αφού είχαν επιβληθεί - σχημάτισαν πολιτοφυλακή από 400 Ναυπλιώτες και προχώρησαν σε καταμερισμό αρμοδιοτήτων. Ο Α. Μίχος, ως αρχαιότερος στο στράτευμα, ορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός της εξέγερσης, ο Κορωναίος αρχηγός των επιτελείων, ο Μπότσαρης φρούραρχος του Ναυπλίου, ο Ζυμβρακάκης φρούραρχος του Παλαμηδίου και αργότερα στρατιωτικός διοικητής Ναυπλίου, ο Γρίβας στρατιωτικός αστυνόμος Ναυπλίου κλπ. Δίπλα στη στρατιωτική ηγεσία της εξέγερσης σχηματίστηκε από τους πολιτικούς Προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία με προκήρυξη που εξέδωσε την επομένη 2/15 του Φλεβάρη αποσαφήνισε ως σκοπούς των εξεγερμένων τους παρακάτω7:
«α) Κατάπτωσις του συστήματος, πιστώς υπηρετουμένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως και αναγόρευσις νέου εγγυουμένου τας ελευθερίας του λαού και εφαρμογήν των ετέρων δύο επομένων αρχών.
β) Διάλυσις της διά βιαίων μέσων συστηθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Βουλής.
γ) Συγκρότησις Εθνοσυνελεύσεως υπισχνουμένης την υπό του έθνους ανάκτησιν των καταπατηθεισών αυτού ελευθεριών και πλήρωσιν παντός ευγενούς και εθνικού ημών πόθου».
Οθωνας και η Αμαλία εγκαταλείπουν την Ελλάδα (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) |
Οπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, οι εξεγερθέντες δεν απαιτούσαν ούτε την κατάργηση του μοναρχικού θεσμού, ούτε την πτώση του Οθωνα. Κύρια απαίτησή τους ήταν η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ή, αλλιώς, ο εκδημοκρατισμός του. Επρόκειτο κατά τον Φωτιάδη8 για έναν συμβιβασμό «ανάμεσα σ' εκείνους που ήθελαν ριζικές λύσεις - την κατάργηση της δυναστείας των Βίτελσβαχων - και σ' όσους είχανε την αυταπάτη πως θα μπορούσαν, με νέες συνταγματικές διατάξεις, να βάλουν χαλινάρι στην παλατιανή αυθαιρεσία». Διαφορετική όμως εί ναι η εκτίμηση του Γ. Ζέβγου, ο οποίος γράφει σχετικά9: «Το περιεχόμενο της εξέγερσης του 1862 περιοριζόταν στο πολιτικό εποικοδόμημα των συνταγματικών ελευθεριών και αγνοούσε τα κοινωνικά προβλήματα, που συντάραζαν τις λαϊκές μάζες. Ακόμα ούτε πρόβλημα αλλαγής της δυναστείας έβαζαν οι επαναστάτες του Αναπλιού. Η εμποροτσιφλικάδικη ολιγαρχία ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την εξουσία και γι' αυτό το σκοπό οργάνωνε και κινούσε την πραξικοπηματική πάλη».
- Τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης
Χωρίς αμφιβολία η εξέγερση του Ναυπλίου υπήρξε προϊόν βαθύτερων κοινωνικοπολιτικών αιτιών απ' αυτές που μπορούν να διαγνωστούν στις διακηρύξεις των επαναστατών. Είναι κοινός τόπος πως η ελέω Θεού μοναρχία του Οθωνα κάθε άλλο παρά αρεστή ήταν στον ελληνικό λαό, ακόμη και μετά το πραξικόπημα του 1843, που είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος.
Ενας αλλοεθνής βασιλιάς (Βαυαρός για την ακρίβεια), που είχε επιβληθεί στη χώρα με το έτσι θέλω από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία), δεν μπορούσε παρά να προκαλεί την απέχθεια και το μίσος ενός λαού που τόσο αίμα είχε χύσει αγωνιζόμενος για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία του.
Αλλά και η πολιτική που ο Οθωνας ακολούθησε κάθε άλλο παρά άμβλυνε τις λαϊκές διαθέσεις απέναντί του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι για ένα μεγάλο διάστημα τον τόπο κυβερνούσαν απευθείας οι ξένοι. Ούτε ότι, ακόμη και μετά την παραχώρηση Συντάγματος, οι κυβερνήσεις ήταν αποκλειστικά της επιλογής και της αρεσκείας του μονάρχη, πραγματικά πιόνια που κινούνταν σύμφωνα με τις διαθέσεις του, χωρίς ο λαός να έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει.
Το σπουδαιότερο ήταν που η πολιτική του Οθωνα, σύμφωνα με τον Ν. Σβορώνο10, «όχι μόνο δεν ανταποκρινόταν στις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του ελληνικού λαού αλλά και προσέκρουε στα συμφέροντα των ιθυνουσών τάξεων, που η μοναρχία είχε αποκλείσει από την εξουσία».
Είναι χαρακτηριστικό πως η αγροτιά, που αποτελούσε τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού (περίπου 60%), ζούσε μέσα στην αθλιότητα. Το 80% των αγροτών δεν είχε καμία ιδιοκτησία και οι υπόλοιποι διέθεταν μικρούς κλήρους (από μισό έως ένα εκτάριο στις ορεινές περιοχές και από 5 έως 20 εκτάρια στις πεδινές). Το ζήτημα της διανομής των εθνικών γαιών παρέμενε πρόβλημα από την εποχή του Καποδίστρια. Μάλιστα, επί Οθωνα, μέχρι το 1856, παραχωρήθηκαν 28.000 εκτάρια από τα 721.000 που ήταν η ολική επιφάνεια των εθνικών γαιών, αλλά κι αυτές οι παραχωρήσεις πέρασαν στα χέρια των ισχυρών, χωρίς να υπάρξει το παραμικρό όφελος για τη φτωχή αγροτιά που λιμοκτονούσε.
Δυσαρεστημένοι, όμως, ήταν και οι τεχνίτες και έμποροι λόγω της βαριάς φορολογίας και της απουσίας πολιτικής, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους.
Δίπλα σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η ισχυροποίηση της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία, ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο - από τον οποίο βγήκαν νικήτριες έναντι της Ρωσίας η Αγγλία και η Γαλλία - απαιτεί μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας. «Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Παρισιού - γράφει ο Σβορώνος11 - η διείσδυση της Γαλλίας και της Αγγλίας στις χώρες της Εγγύς Ανατολής, στην Αίγυπτο και στα Βαλκάνια εντείνεται και δημιουργεί στις περιοχές αυτές μια χωρίς προηγούμενο οικονομική κίνηση, όπου μετέχουν ευρύτατα κι οι Ελληνες, διασκορπισμένοι σ' αυτές τις χώρες... Οι ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων συνεχίζουν να κατέχουν την πρώτη θέση στην οικονομία των παραπάνω χωρών.
Στο Δούναβη δύο χιλιάδες πλοία (σε σύνολο τριών χιλιάδων) έπλεαν μ' ελληνική σημαία. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου του Ευξείνου Πόντου διεξαγόταν από Ελληνες εγκατεστημένους στη Ρωσία... Απ' το 1841 το ελληνικό ναυτικό αντιπροσωπεύει το τρίτο του συνολικού εμπορίου της Αλεξανδρείας... Οι Ελληνες μπόρεσαν να επωφεληθούν από τις μεγάλες επιχειρήσεις των Αγγλων στην Τουρκία (σιδηροδρόμους, τηλεγραφικές γραμμές) και να συμμετάσχουν σ' αυτές. Από το 1860 κυρίως σημειώνεται η επιρροή τους ως τραπεζιτών και σαν εταίρων των αγγλικών οίκων στις αγορές της Εγγύς Ανατολής».
Η ισχυροποίηση αυτή της ελληνικής αστικής τάξης στις παροικίες την κάνει να προχωρήσει σε επενδύσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Αυξάνει εντυπωσιακά ο εμπορικός στόλος της χώρας, εισάγεται η ατμοπλοΐα, αναπτύσσεται το εμπόριο αλλά και η παραγωγή προϊόντων για εσωτερική κατανάλωση και εξαγωγές. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων με εξαγωγικό χαρακτήρα (ελαιόλαδο, κρασιά, κορινθιακή σταφίδα κ.ο.κ.) και η εκμετάλλευση της γης γίνεται πλέον με καπιταλιστικό τρόπο.
Είναι απολύτως σαφές, επομένως, πως η ελληνική αστική τάξη θα επιδίωκε να δει και πολιτικά αποκρυσταλλωμένη την ισχυροποίηση της θέσης της στην ελληνική κοινωνία. Κι αυτό ακριβώς έπραξε.
- Η εξέγερση του Ναυπλίου και το τέλος του Οθωνα
Η εξέγερση του Ναυπλίου δεν κατάφερε να ανατρέψει τον Οθωνα παρόλο που - έστω και χωρίς την ίδια δυναμικότητα - επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες. Αποτέλεσε όμως το σύνθημα για την ανατροπή του, την αρχή του τέλους της εξουσίας του. Η 8η/21η του Απρίλη 1862, Κυριακή του Πάσχα, ήταν η τελευταία μέρα της αντίστασης των Ναυπλιωτών. Είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα το οθωνικό καθεστώς να δώσει αμνηστία στους εξεγερμένους, πλην των αρχηγών, που μαζί με άλλους, γύρω στους 200 με 300, φύγανε με αγγλικά καράβια για τη Σμύρνη12.
Σ' ένα υπόμνημά του που παρέδωσε στον Οθωνα ο υπουργός του επί των Εσωτερικών, Χ. Χριστόπουλος, σημείωνε ανάμεσα στα άλλα, ως συμπέρασμα από την εξέγερση του Ναυπλίου13: «Η στάσις κατεστράφη και η τάξις επανήλθε, αλλ' αύτη δε θεωρείται παγιωμένη εντελώς διότι διαμένουσιν εις τα πνεύματα αι προκηρυχθείσαι υπό των στασιαστών αρχαί». Η ζωή δεν άργησε να τον δικαιώσει.
Τον Οκτώβρη του 1862 ο Οθωνας εκθρονίστηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα ύστερα από εξέγερση των φρουρών της Ακαρνανίας, της Πάτρας, της Κορίνθου, άλλων πόλεων και φυσικά της πρωτεύουσας, που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στο καθεστώς.
«Δυναστεία απωλέσασα την αγάπη του λαού - είχε πει τότε ο πρωθυπουργός Γενναίος Κολοκοτρώνης - δεν πρέπει να υποστηρίζεται εν Ελλάδι διά τη βίας». Φυσικά η δυναστεία του Οθωνα Βίτελσμπαχ ποτέ δεν είχε την αγάπη του λαού για να τη χάσει και άσκησε αρκετή βία για να μπορέσει να διατηρηθεί στην εξουσία. Το ίδιο συνέβη και με τη διάδοχό της, τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ. Για τον ελληνικό λαό οι μονάρχες υπήρξαν πάντοτε σύμβολο της ταξικής καταπίεσης και της ξενικής εξάρτησης.-
1. «Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής», 7/9/1864
2. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XII, σελ. 41
3. Δ. Φωτιάδη: «Η έξωση του Οθωνα», εκδόσεις «Μέλισσα», Αθήνα 1964, σελ. 313
4. Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 313. Η μαντάμ Ρολάν ήταν η ψυχή των Γιρονδίνων στη Γαλλική Επανάσταση
5. Επαμεινώνδα Κυριακίδου: «Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού, Εν Αθήναις 1892, φωτοτυπική ανατύπωση, Εκδόσεις Β. Γρηγοριάδη, Αθήνα 1972, τόμος Β΄ σελ. 127
6. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο σελ. 48
7. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΓ΄, σελ. 192
8. Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 321
9. Γιάννη Ζέβγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», μέρος β΄, σελ. 60-61
10. Ν. Σβορώνος: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 79
11. Ν. Σβορώνος, στο ίδιο, σελ. 89
12. Τ. Βουρνά: «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας 1821-1909», εκδόσεις «Τολίδη». Σελ. 404- 409
13. Επαμεινώνδα Κυριακίδου, στο ίδιο, σελ. 149
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου