Κωστής Παλαμάς 1859-1943

 

 Ο Κωστής Παλαμάς, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.


Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς Μαμαλάκης αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι. Ο πατέρας του ήταν στο επάγγελμα δικαστικός.


Σε ηλικία 6 ετών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864 - Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι και ήταν εκπαιδευτικός. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.


Το σπίτι του Παλαμά στην Πάτρα


Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: «Σ' αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ' αστράπτον βλέμμα /Μη — μ' απεκρίθης — μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον / …».


Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα, φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. Το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη Χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".


  • Ο θάνατος του Κωστή Παλαμά

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 ο Κωστής Παλαμάς αφήνει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Πλάκα. 


Φυσικά δεν υπήρχε τηλεόραση τότε, και ο Σικελιανός πηγαίνει πρωί πρωί στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη και τοποθετεί στην προθήκη μια φωτογραφία του ποιητή μαζί με ένα καντηλάκι ώστε να πληροφορηθούν οι Αθηναίοι τον θάνατό του.


Αρχίζουν οι δύσκολες συνεννοήσεις με τον γιο του Παλαμά, Λέανδρο. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά». Παρεμβαίνει ο Μ. Λουντέμης: «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε  ποιον είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει». 


Ο γιος που δεν ήθελε να μετατραπεί η κηδεία  ούτε σε εθνικό πένθος ούτε σε αντιστασιακό σάλπισμα, γιατί χρειαζόταν διαβατήριο από τις Γερμανικές Δυνάμεις Κατοχής, αναγκάζεται να υποχωρήσει.  Μετά την εξόδιο ακολουθία, ο Σικελιανός απαγγέλλει με τη βροντερή φωνή του το θρυλικό «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα». Λίγο πριν, είχε προσποιηθεί ότι παραπάτησε και ρίχνει κάτω το στεφάνι που είχε αφήσει στο φέρετρο ένας Ναζί αξιωματικός.

 

Ο Γ. Κατσίμπαλης παίρνει τη σκυτάλη και ψάλλει τον Εθνικό Υμνο. Χιλιάδες κόσμος με όση δύναμη τους είχε απομείνει από την πείνα και την εξάντληση τον ακολουθούν. Η τελετή εξελίσσεται σε συλλαλητήριο. 






Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ