Θεόφιλος Καϊρης (1784 -1853)


Ο Θεόφιλος Καΐρης υπήρξε ένας από τους γνωστότερους πνευματικούς ανθρώπους, της νεοελληνικής Αναγέννησης, ένας λόγιος που άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική σκέψη. Εφάρμοσε το δικό του φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημα, τη «Θεοσέβεια», για το οποίο επικρίθηκε, διώχθηκε και καταδικάστηκε.


Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε στην Άνδρο στις 19 Οκτωβρίου 1784 από επιφανή οικογένεια του νησιού με μακρά ιστορική παράδοση. Ο πατέρας του ήταν μεταξύ των προκρίτων του νησιού και η μητέρα του ανήκε σε μεγάλη οικογένεια της Άνδρου, το γένος Κυδωνιατών. Είχε τρεις αδερφούς, τον Ευγένιο και τον Ιωάσαφ, που ασπάστηκαν το μοναχικό βίο, και τον κατά 19 χρόνια μικρότερό του Δημήτριο, καθώς και τρεις αδελφές, τη Μαρία, τη Λασκαρώ και την Ευανθία. 

Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία δέκα ετών και έτσι ο αδελφός της μητέρας του και ανάδοχός του ο Σωφρόνιος Καμπανάκης, εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου στις Κυδωνίες, τον πήρε κοντά του εξασφαλίζοντάς του μια καλύτερη εκπαίδευση. Οι Κυδωνίες ευημερούσαν και παρείχαν στους νέους καλά σχολεία, με αποτέλεσμα το 1802 να ιδρυθεί η περιώνυμη Ακαδημία ή Ελληνομουσείον. 

Σπουδές 

Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία και κάλυπτε τα έξοδά του προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής, ο οποίος εκτιμώντας τη φιλομάθειά του τον φρόντιζε. Στην Ακαδημία διδάχθηκε φιλολογία και φιλοσοφία από τον ίδιο τον Σαράφη, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες από τον Βενιαμίν Λέσβιο, «το καύχημα των Κυδωνιών» όπως τον χαρακτήρισε στην απολογία του. Ακολουθώντας τον Σαράφη συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Πάτμου, όπου δίδασκε ο Δανιήλ Κεραμεύς και στη Σχολή της Χίου, όπου δίδασκαν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Δωρόθεος Πρώιος. 

Το 1801 έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος αλλάζοντας το όνομά του από Θωμά σε Θεόφιλο. Επιθυμώντας μια ευρύτερη παιδεία, το 1803 με δαπάνες του θείου του και μερικών πλουσίων Κυδωνιατών έφυγε στην Ευρώπη. Πήγε στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι και καταλήγοντας στην Πίζα σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική και παρακολούθησε μαθήματα φυσιολογίας στην ιατρική σχολή. 

Το 1807 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι «μετά πνεύματος απλήστου τείνοντος εις το να μάθει τα πάντα και υπό μηδενός κωλύματος εσωτερικού και μηδεμιάς προκαταλήψεως περιοριζομένου», όπως λέει ο βιογράφος του Δημ. Πασχάλης. Εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του και συγκρότησε τη φιλοσοφική του παιδεία στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η Γαλλική Επανάσταση. «Η ευρωπαϊκή σκέψη δυνάμωσε τον λόγο του, την πίστη στην ελευθερία και την ανεμπόδιστη έρευνα, την πεποίθηση ότι η ελευθερία στην κρίση και στη σκέψη είναι ο μοναδικός δρόμος για την αλήθεια», αναφέρει ο Β.Ν. Τατάκης. 

Στο Παρίσι συνδέθηκε στενά με τον μεγάλο νεοέλληνα διαφωτιστή και μετέπειτα δάσκαλό του Αδαμάντιο Κοραή, με τον οποίο δημιούργησε μια δυνατή φιλία. Ο Κοραής τον εξετίμησε πολύ και σε επιστολή του αναφέρει σχετικά: «Δύσκολον να εύρη τις εις άλλον τόσην ψυχής απλότητα με τόσον υπέρ του κοινού καλού ζήλον». 

Μιλούσε πολλές γλώσσες, όπως αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Αγγλικά. Ενδιαφέρθηκε για την αρχαιολογία, και οι έρευνές του οδήγησαν σε σημαντικές ανακαλύψεις στη γενέτειρά του. Ασχολήθηκε με τη βοτανολογία και καταχώρησε σε καταλόγους πολλά από τα φυτά του τόπου του καταγράφοντας συγχρόνως τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. 

Στην Πίζα και το Παρίσι, σε ιταλικά και γαλλικά πανεπιστήμια, ο συνθετικός και πολυεδρικός νους του αποθησαύρισε τα νέα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που άξονά του είχε τις φυσικές-θετικές επιστήμες. Εκεί γνώρισε το μηχανιστικό υλισμό των Γάλλων υλιστών του 18ου αιώνα, αλλά και το έργο των μεγάλων επιστημόνων και φιλοσόφων Φράνσις Μπέικον, Ρενέ Ντεκάρτ, Ζαν Λε Ρον ντ’ Αλαμπέρ, Ισαάκ Νεύτωνα, Κριστιάν Γουλφ, Αντουάν-Λοράν Λαβουαζιέ και πολλών άλλων κορυφαίων στοχαστών της εποχής, η σκέψη των οποίων άσκησε σοβαρή επίδραση στη διαμόρφωση των αντιλήψεών του και στη μετέπειτα διδασκαλία του. 

Το Έργο και η Δράση του στην Επανάσταση του 1821 
Τον Ιούλιο του 1810, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση των Κυδωνιατών, επέστρεψε στις Κυδωνίες για να διδάξει στην Ακαδημία. Το Φεβρουάριο το 1811 ανέλαβε τη διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής στη Σμύρνη, την οποία, όμως, εγκατέλειψε στο τέλος της χρονιάς, επειδή η σχολή δεν τήρησε όσα του είχε υποσχεθεί, και επέστρεψε στις Κυδωνίες. Μέσα στο 1812 οι διχόνοιες μεταξύ Σαράφη και Λέσβιου τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα μαθήματα και να φύγει για την Άνδρο. Έπειτα από παράκληση των Κυδωνιατών επέστρεψε για άλλη μια φορά στην Ακαδημία. Από το 1811 διεύθυνε ήδη ελληνόφωνα σχολεία στη Μικρά Ασία. 

Η παρουσία του Καΐρη και ειδικά, όπως παρατηρεί ο βιογράφος του Δημ. Πασχάλης, «η φυσική ευγλωττία του, ο αφελής και πειστικός τρόπος καθ’ ον εδίδασκεν, η πληθύς των εκ της καθημερινής πείρας παραδειγμάτων, άτινα παρενέβαλλεν εν τη διδασκαλία, ο αυστηρός βίος του, ενάρετος, ανυπόκριτος και ανεπίδεικτος» έδωσαν νέα αίγλη και κύρος στη σχολή. Δίδαξε στην Ακαδημία φυσική και μαθηματικά, όπως γράφει ο ίδιος στον Κοραή το 1814, αλλά και χημεία, όπως γράφει ο Αμβρόσιος Φερμίν Ντιντό, σπουδαστής στις Κυδωνίες το 1817. Αργότερα, όμως, φαίνεται ότι μοιράστηκε και τα φιλοσοφικά με τον Σαράφη. 

Ο Καΐρης, με τη συμβολή του Κοραή, εμπλούτισε τη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας και γεωγραφίας. Το 1819 μάλιστα συγκρότησε στη σχολή και τυπογραφείο. 





Με τη φήμη της στη δυτική Ευρώπη η σχολή ενισχύθηκε από συνδρομές ξένων ενώ προσέλκυσε και ξένους σπουδαστές. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γάλλος ελληνιστής Αμβρόσιος Φερμίν Ντιντό, που ήρθε στις Κυδωνίες με προτροπή του Κοραή για να βελτιώσει τα ελληνικά του. Ο Ντιντό στο έργο του «Σημειώσεις από ένα ταξίδι στην Ανατολή το 1816 και 1817» περιγράφει με θαυμασμό την προσωπικότητα του Καΐρη και τις φιλοσοφικές του γνώσεις, αλλά σημειώνει και τους φόβους που είχε ο Καΐρης να αναπτύξει δημόσια στη σχολή τις ιδέες του, τις οποίες «έκρυβε με προσοχή και ανέπτυσσε μόνο μέσα στο σπίτι του για να μην προσκρούσει στις υπάρχουσες προκαταλήψεις». 

Περιγράφοντας το όλο κλίμα της σχολής, ο Ντιντό παρατηρεί ότι υπήρχε πλήρης ελευθερία αλλά και πειθαρχία, την οποία δεν επέβαλλε αλλά ενέπνεε ο Καΐρης. Επίσης αναφέρει ότι οι μαθητές, προφανώς επηρεασμένοι από τη διδασκαλία στη σχολή, είχαν αποφασίσει με ψήφισμά τους να μιλούν αρχαία ελληνικά αλλά και το να αλλάξουν τα ονόματά τους με αρχαία. Ένας άλλος ξένος ακροατής-σπουδαστής, ο Άγγλος ιερέας Ουϊλιαμ Τζόβετ έγραψε ότι του προξένησε έκπληξε το γεγονός ότι ο Καΐρης δίδασκε Νεύτωνα. Ο Καΐρης δίδαξε στην Ακαδημία ως την καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους τον Ιούνιο του 1821. 

Ο Θεόφιλος Καΐρης υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους γνωστότερους πνευματικούς ανθρώπους, με πλούσια επιστημονική και φιλοσοφική συγκρότηση της περιόδου της νεοελληνικής Αναγέννησης. Ο λόγιος που άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική σκέψη και σημάδεψε την επιστημονική/φιλοσοφική σκέψη του ελληνισμού στην κρίσιμη φάση των χρόνων της εθνικής, κοινωνικής και πνευματικής ανόρθωσης. Παράλληλα, αλληλογραφούσε με τους σοφούς της Δύσης για την επίλυση των ελληνικών θεμάτων. 

Ο Καΐρης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 στις Κυδωνίες από τον Αριστείδη Παππά. Μετά την καταστροφή των Κυδωνιών μαζί με 100 μαθητές του πέρασε στα Ψαρά, όπου με κήρυγμά του στο ναό του Αγίου Νικολάου προέτρεψε τους Ψαριανούς να ξεσηκωθούν. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Άνδρο και ύψωσε πρώτος την επαναστατική σημαία στις 10 Μαΐου 1821, σε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Η συμμετοχή του στον αγώνα ήταν πολύ σημαντική και πολύτροπη, ενώ έγινε και ένας από τους κυριότερους συνεργάτες για τη σύνταξη του πολιτεύματος του Άστρους. 

Έχοντας ως σκοπό την ίδρυση ενός ορφανοτροφείου, για τα ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης, ξεκίνησε ένα ταξίδι το 1832 σε Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Αυστρία, Κάτω Ρωσία, Μολδαβία και Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών από ομογενείς. Ενώ αρνήθηκε την πρόσκληση του Ιωνά Κίγγ να πάει στην Αθήνα και να διδάξει στο κολέγιο που είχε ιδρύσει με αμερικάνικα χρήματα, παρά το σημαντικό μέγεθος του υποσχόμενου μισθού. 

Το 1835 ο Βασιλέας Όθωνας, θέλοντας να τον τιμήσει, του απένειμε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του την περίοδο του Αγώνα. Ο Καΐρης, όπως και ο άλλος διδάσκαλος του Γένους Θεόκλητος Φαρμακίδης, σε μία πράξη αποδοκιμασίας προς το καθεστώς της αντιβασιλείας των Βαυαρών δεν απεδέχθη αυτή την τιμή. Την ίδια στάση κράτησε και όταν του προσέφεραν την έδρα της Φιλοσοφίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1837. Λόγω των αρνήσεων αυτών, ο τότε φίλος και αργότερα αμείλικτος πολέμιός του Κωνσταντίνος Οικονόμος σημειώνει ότι, ο Καΐρης «εφαίνετο σφόδρα δημοκρατικός». 

Το Σεπτέμβριο του 1835 εγκαινίασε το Ορφανοτροφείο του δεχόμενος αρχικά τριάντα ορφανά και την επόμενη χρονιά το έθεσε σε πλήρη λειτουργία. Στη σχολή του ορφανοτροφείου διδάσκονταν όλα τα μαθήματα που παραδίδονταν στα ευρωπαϊκά σχολεία με τη βοήθεια σύγχρονων επιστημονικών οργάνων. Η παιδαγωγική μέθοδος του Καΐρη στηριζόταν στην ελεύθερη έκφραση του μαθητή και το φιλελευθερισμό. Ο ίδιος μάλιστα ονόμαζε τα μαθήματα «συνδιαλέξεις». 

Στη σχολή, όπου οι μαθητές έφθασαν τους 600, δεν συνέρεαν μόνον ορφανοί, αλλά και πλούσιοι νέοι και πολλοί ενήλικοι, ιερωμένοι και λαϊκοί, προερχόμενοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ακόμη και από την Τουρκία, που επιθυμούσαν να διδαχθούν από το σοφό και πρωτοπόρο διδάσκαλο. 

Ο Καΐρης αρνούμενος την εποπτεία και τον έλεγχο της κυβέρνησης, φρόντιζε για όλα μόνος του: τη διδασκαλία, την κατάσταση του κτιρίου, την προμήθεια εποπτικών μέσων διδασκαλίας, την ένδυση και διατροφή των μαθητών κ.α. Στη σχολή δίδασκε φιλοσοφία, φυσική, χημεία, μαθηματικά, αστρονομία και ελληνικά, ενώ η πλουσιότατη βιβλιοθήκη του (1.341 έργα σε 2.438 τόμους) περιλάμβανε βιβλία ποικίλου περιεχομένου: φιλοσοφίας, ηθικής, ψυχολογίας, ιστορίας, λογοτεχνίας, κλασσικής γραμματείας, πολιτικής οικονομίας, μαθηματικών, φυσικών επιστημών, λεξικά ευρωπαϊκών γλωσσών κ.α. 

Εξαιτίας του επιστημονικού αλλά και φιλελεύθερου, νεωτεριστικού πνεύματος που καλλιεργούσε στους μαθητές του, ο γερμανός καθηγητής του πανεπιστημίου της Βόννης Κριστιάν Αυγ. Μπράντις, σύμβουλος του Όθωνα, τον οποίο ο τελευταίος έστειλε να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του Καΐρη, δήλωσε: «Εάν μίαν ακόμη τριετία διδάξει ο Καΐρης, ο βασιλιάς Όθων θα φύγει από την Ελλάδα». 

Το παιδαγωγικό κλίμα που επικρατούσε ήταν πρωτότυπο για την εποχή και γι’ αυτό η αποδοχή του δασκάλου και στοχαστή Καΐρη από τους μαθητές του, ο οποίος ανέπτυσσε μαζί τους φιλικές σχέσεις, ήταν θετικότατη. Μέσα από τα μαθήματά του, τις «συνδιαλέξεις», μετέδιδε το φιλελευθερισμό του και τις βασικές αρχές του, οι οποίες αποτέλεσαν πράξη ζωής: ατομική ελευθερία και σεβασμός στην ελευθερία της συνείδησης, πολιτική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη που κατοχυρώνονται συνταγματικά, συνεχής αναζήτηση της αλήθειας και μελέτη του επιστημονικού λόγου. 

Η σχολή περιελάμβανε τριετείς σπουδές και όλα τα μαθήματα, φιλολογία, φιλοσοφία, μεταφυσική, ηθική, ρητορική, ποιητική, ανώτερα μαθηματικά, πειραματική φυσική, αστρονομία κλπ, τα δίδασκε ο ίδιος ο Καΐρης, χωρίς άλλους βοηθούς εκτός των παλαιότερων μαθητών που προετοίμαζαν τους νεώτερους. Στην ανώτερη τάξη της σχολής, εκτός των άλλων δίδασκε και θρησκειολογία, κατά την οποία ανέπτυσσε τις βάσεις κάθε θρησκείας, χωρίς να εκφέρει καμία κρίση γι’ αυτές. Αργότερα δημιουργήθηκαν φήμες ότι ο Καΐρης μυούσε τους μαθητές σε μία νέα θρησκεία, την οποία ονόμαζε «Θεοσέβεια», επηρεασμένος από τους Γάλλους δεϊστές, οι δεϊστές-θεϊστές που δεν αρνούνταν την ύπαρξη του Θεού, αλλά αρνούνταν το Θεό που επαγγέλλεται ο Χριστιανισμός και πίστευαν σε μια αόρατη δύναμη που διευθύνει τον κόσμο. Όπως ήταν φυσικό αυτό ανέτρεπε τις παραδόσεις και τα δόγματα του Χριστιανισμού. Ήταν μία μονοθεϊστική διδασκαλία με δικές της τελετές λατρείας και αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου. Για αυτή του τη θρησκευτική θεωρία θεωρήθηκε σύντομα αιρετικός και επικίνδυνος τόσο από τη βαυαροκρατία, που έβλεπε στο πρόσωπό του έναν αφυπνιστή του λαού, όσο και από την επίσημη εκκλησία. 

Πολλοί περιέγραψαν τη φιλοσοφική του σκέψη πως ήταν παρόμοια με την υπερβατολογοκρατία του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ (Henry David Thoreau) και του Ράλφ Βάλντο Έμερσον (Ralph Waldo Emerson). Η τελευταία προσδίδει στον κόσμο πνευματική ενότητα και θεωρεί τις εκδηλώσεις της φύσης ως φορείς μιας ανώτερης πνευματικής αλήθειας που είναι δυνατό να συλληφθεί μόνο μέσω της ενόρασης που έχει μεγαλύτερη δύναμη στην απόκτηση γνώσης σε σχέση με τις αισθήσεις και τη διάνοια. Η Θεοσέβεια κατά τον Καΐρη αποτελεί μαζί με το απειροστατικόν (την τάση της ψυχής προς το άπειρο) μία ενέργεια που σπρώχνει την Ψυχή προς το Θεό. Αυτές είναι δύο από τις κυριότερες δυνάμεις του ανθρώπου μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η γνωστική, η συναισθηματική, η λογική, και η βουλησιακή λειτουργία. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Καΐρης μυήθηκε στο θεϊσμό κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι όπου συναναστρεφόταν Άγγλους μονοθεϊστές. 

Ο Καΐρης συνέχισε να διδάσκει τις ριζοσπαστικές ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού πράγμα που τον οδήγησε σε αντιπαλότητα με το βασιλιά και την εκκλησία, ενώ η τελευταία βασιζόμενη την ιδιότητά του ως διακόνου τον κατηγόρησε πως είχε αιρετικές απόψεις. 

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Κυνουρίας Διονύσιο ζήτησε από τον Καΐρη να προβεί σε «ομολογία πίστεως», την οποία εκείνος απέκρουσε ως καταπιεστική της συνείδησής του. Τότε η ελληνική κυβέρνηση, ενδίδοντας στις πιέσεις της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τον αρχηγό του στόλου Κωνσταντίνο Κανάρη να πλεύσει μαζί με το διοικητή της Τήνου προς την Άνδρο και μαζί με το Μητροπολίτη Άνδρου να καλέσουν ενώπιόν τους τον Καΐρη. 

Από εκεί τον μετέφεραν στην Αθήνα όπου δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο και το οποίο, παρά τη δήλωσή του ότι δε δίδασκε θεολογία αλλά φιλοσοφία («Ούτε εισηγητής, ούτε ιδρυτής νέας θρησκείας είμαι, διότι φρονώ ότι τούτο δεν είναι έργον ανθρώπου, καθόσον τα τοιαύτα είς δύναται, ο εκ του μηδενός παραγαγών το Σύμπαν. Η θεοσέβεια δεν έχει άλλον διδάσκαλον ει μη μόνον τον Θεόν, καθότι αυτή είνε απόρροία της ηθικής του Θεού επομένως, ως προείπων, ούτε καθιδρυτής είμαι της θεοσεβείας, ούτε προσηλυτιστής υπέρ αυτής») , αποφάσισαν στις 23 Οκτωβρίου 1839 την καθαίρεσή του, ως αρχηγού άλλης θρησκείας που ονομαζόταν «Θεοσεβισμός». Ως Γραμματέας της Συνόδου, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης υπερασπίστηκε το φιλόσοφο και προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να τον μετακινήσει από τις θέσεις του, προτείνοντας εν τέλει να του επιτραπεί η έξοδος από την Ελλάδα, όπως επιθυμούσε, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα. Στον αντίποδα ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο εξ Οικονόμων, ηγήθηκε της συντηρητικής μερίδας που επιθυμούσε την εξόντωση του Καΐρη. 

Με βασιλικό διάταγμα στις 28 Οκτωβρίου 1839 τέθηκε υπό περιορισμό στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο για να «μεταμεληθεί» και παρέμεινε επί ένα ολόκληρο χειμώνα σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Κατά τη διάρκεια του εκεί εγκλεισμού του υπέστη τα πάνδεινα από τους καλόγερους που είχαν αναλάβει την «αναμόρφωσή» του και αρρώστησε βαριά. Η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία ανησυχώντας για ενδεχόμενη κατακραυγή σε περίπτωση θανάτου του τον μετέφερε στο μοναστήρι της Σαντορίνης όπου αφού παρέμεινε, σε καλύτερες συνθήκες σε απομόνωση για δύο χρόνια. 

Έπειτα από την ανάγνωση της καθαίρεσής του στους ναούς της επικράτειας, διέταξαν την απέλασή του από τη χώρα. Στις 19 Δεκεμβρίου 1839 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε εγκύκλιο («Περί της νεωστί αναφανείσης αντιχρίστου διδασκαλίας του Θεοσεβισμού») εναντίον του Καΐρη και της διδασκαλίας του. 

Με τη Συνταγματική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ο Καΐρης, με τη βοήθεια του παλαιού συμμαθητή του Ιωάννη Κωλέττη, επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο όπου συνέχισε τη λειτουργία του Ορφανοτροφείου του. 

Παρά τις εκθέσεις των δύο αλληλοδιαδόχων νομαρχών Κυκλάδων, Αμβροσιάδη και Ζυγομαλά, που διαβεβαίωναν ότι ο Καΐρης δεν έκανε προσηλυτισμό, ο υπουργός Δικαιοσύνης Βόλβης, στηριζόμενος σε έγγραφο της Συνόδου, διέταξε τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου να προβεί σε δίωξη του Καΐρη και των συνεργατών του. Ασκήθηκε δίωξη και ο ανακριτής ξεκίνησε τακτική ανάκριση που τερματίσθηκε με το από 26 Απριλίου 1852 παραπεμπτικό βούλευμα, επικυρωμένο με το 2693/1852 βούλευμα του Εφετείου Αθηνών. Το δικαστήριο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση, με φυλακίσεις για όλους και ειδικότερα για τον Θεόφιλο Καΐρη. 





Ο Καΐρης, σε προχωρημένη ηλικία και με την υγεία του επιβαρυμένη, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου, όπου λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Ιανουαρίου 1853, άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στο κελί του. Οι αρχές αρνήθηκαν στους συγγενείς του να τον ενταφιάσουν στο νεκροταφείο για την αποφυγή προσκυνήματος και αφού ο τοπικός ιερέας δεν παρείχε άδεια ταφής στο κοιμητήριο, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία και υπό την επίβλεψη της αστυνομίας ενταφιάστηκε παραπλεύρως του λοιμοκαθαρτηρίου της Ερμούπολης. Την επομένη της ταφής του άγνωστοι βέβηλοι άνοιξαν τον τάφο του διδασκάλου τεμάχισαν τη σορό του και έριξαν μέσα στα σωθικά του ασβέστη. 

Οκτώ ημέρες μετά το θάνατό του ο Άρειος Πάγος με την υπ. αριθ. 19/19.1.1853 απόφασή του απάλλαξε τον Θεόφιλο Καΐρη όλων των κατηγοριών και τον αθώωσε. 

Επίλογος 

Στις επιστολές του ο Θεόφιλος εξέφραζε τα ευγενή αισθήματα του ανθρώπου: τον πατριωτισμό, την ακλόνητη πίστη προς το Θεό, την αγάπη για τον άνθρωπο, την θυσία του ατόμου για τα κοινά, την περιφρόνηση προς τους διωγμούς και τους κινδύνους. Είναι πράγματι εκπληκτικό ότι σε μια τόσο πυκνή αλληλογραφία ενός ανθρώπου ο οποίος επί σχεδόν δεκαπέντε χρόνια βρισκόταν σε συνεχή διωγμό, ούτε μία φορά η πικρία, η αγανάκτηση και ο θυμός δεν ξεπέρασαν τα όρια των τελείως αόριστων εκφράσεων κατά των «διωκτών» του ή κατά των «καλών εκείνων ανθρώπων», όπως έγραφε. Δεν καταδέχθηκε να κατονομάσει κανέναν από τους εχθρούς του και πολύ περισσότερο να εξυβρίσει. 

Ωραιότερη μέρα της ζωής του όπως χαρακτήρισε ο ίδιος ο Θεόφιλος Καϊρης, ήταν εκείνη της απολογίας του ενώπιον του «ελευθέρου δικαστηρίου της πατρίδος του», που τον δίκασε για προσηλυτισμό. Εξέφρασε μάλιστα την ευγνωμοσύνη του σε εκείνον που τον έφερε στο δικαστήριο. Ήταν πράγματι η ωραιότερη μέρα της ζωής του, διότι πλήρως και ουσιαστικά απελευθερωμένος ο σοφός διδάσκαλος του Γένους και αγωνιστής της Εθνεγερσίας, με το λόγο και το ντουφέκι, αφηγήθηκε με ένα συγκλονιστικής πυκνότητας λιτό κείμενο, την πολυτάραχη ζωή του. 

Περιέγραφε τη μεταφυσική του αγωνία που είχε από τα παιδικά του χρόνια, την πορεία στην αναζήτηση της αλήθειας, που στάθηκε καθοριστική για τη διαμόρφωση μιας στάσης ζωής με συνέπεια, τη μαχητικότητα, το ήθος και την αυταπάρνηση. Μια στάση ζωής ταγμένη στο χρέος, που πολλοί την παρομοίωσαν με εκείνη του Σωκράτη. 

Δύο ήταν τα στοιχεία αυτής της στάσης, όπως τα περιέγραψε ο ίδιος στην απολογία του. Το πρώτο ήταν η απαλλαγή από αυτή τη μεταφυσική αγωνία, που την πέτυχε με τη σκέψη προσηλωμένη στο Δημιουργό του Σύμπαντος και την όρισε, όπως είπε, με τις φράσεις «Θεόν σέβου» και «Θεόν αγάπα» και όπως υπογράμμισε «έκτοτε ησθάνθην καταπαύουσαν την ταραχήν της ψυχής την μέχρι της στιγμής εκείνης ως εκ της αμφιβολίας κατασπαράττουσαν το πνεύμα μου». Δεύτερο στοιχείο ήταν η αφοσίωση στο ιστορικό χρέος της εποχής του, που όρισε με τη φράση «αγάπα την πατρίδα σου και θυσιάσθητι υπέρ αυτής». Δεν ήταν ένας θεωρητικός διδάσκαλος, αλλά ένας άνθρωπος της πράξης, ένας ασυμβίβαστος αγωνιστής για όσα με πάθος πίστευε. 

Πολλά πρέπει να γραφούν για τον Θεόφιλο Καΐρη, αλλά συνοπτικά θα ακολουθήσουν κάποιες σημαντικές χρονολογίες για τη δράση και το έργο του. 

1822: Συμμετέχει στις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης. Λαμβάνει μέρος και τραυματίζεται σε μάχη εναντίον των Τούρκων. 

1823: Λαμβάνει μέρος στις εργασίες της Β΄ Εθνοσυνέλευσης. 

1826: Πληρεξούσιος των Ανδριωτών στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση. 

1835: Ιδρύει στην Άνδρο Ορφανοτροφείο για τα ορφανά παιδιά των αγωνιστών του 1821. 

1839: Οι συντηρητικοί κύκλοι της εκκλησίας καταφέρνουν το κλείσιμο του Ορφανοτροφείου. Αρχίζει η περιπέτειά του με την κατηγορία ότι διδάσκει αντιχριστιανικές θεωρίες. Τίθεται σε περιορισμό σε διάφορα μοναστήρια του νησιωτικού χώρου. 

1852: Δικάζεται στη Σύρο και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 2 ετών. 

1853: Πεθαίνει ασθενής στο κελί του στις φυλακές της Σύρου. 

Παρότι τα επιστημονικά και φιλοσοφικά συγγράμματα του Καΐρη είναι πολλά, λίγα από αυτά εκδόθηκαν κύρια από τους μαθητές του που αναγκάζονταν να αντιγράφουν τα περισσότερα από αυτά. 

Τα κυριότερα έργα του ήταν τα εξής: 

1. Στοιχεία Φιλοσοφίας ή των περί τα όντα γενικώτερον θεωρουμένων τα στοιχειωδέστερα, από το οποίο εκδόθηκε μόνο η εισαγωγή. 

2. Γνωστική ή των του ανθρώπου γνώσεων σύντομος έκθεσης 

3. Θεοσοφία (εκδόθηκε ανώνυμα σε δύο τόμους από τους οποίους ο πρώτος έχει τίτλο Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα και ο δεύτερος Επιτομή της θεοσεβικής διδασκαλίας και ηθικής) 

4. Φιλοσοφικά και Φιλολογικά 

Βιβλιογραφία 

1.«Γενική Εφημερίδα», αρ. φ. 7/28-1-1828, σ. 31-32, φ. 8/1-2-1828, σ. 35-36. Πρβλ. Αναστάσιος Γούδας «Βίοι παράλληλοι», τ. Β΄, Αθήναι 1870, σ. 176-177, Αικ. Κουμαριανού, «Η ελευθεροφροσύνη του Θεόφιλου Καΐρη», Εποχές, τχ. 46 (1967), σ. 10-12. 

2. Δημήτριος Πασχάλης, «Θεόφιλος Καΐρης», Αθήναι 1928, σ. 53. 

3.«Γενική Εφημερίς», αρ. φ. 2/20-10-1826, σ.6-7 

4. Γιάννης Καράς, «Η φυσική σκέψη του Θεόφιλου Καΐρη και οι Έλληνες της Αγγλίας», Αγγλοελληνική επιθεώρηση, τ. Ζ΄, τχ. 7 (1954-55). 

5. Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη (Δ.Π Πασχάλη, Θεόφιλος Καΐρης, ιστορική και φιλοσοφική μελέτη, Αθήνα 1928 

6. http://el.wikipedia.org 


Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ