Άγγελος Συρίγος
Κατά καιρούς αναφέρεται στον δημόσιο λόγο ότι η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να αποδεσμευθεί από τη συμφωνία των Πρεσπών με μία απλή καταγγελία. Κατ’ αρχήν η συμφωνία παράγει ήδη αποτελέσματα και χωρίς την κύρωσή της.
Αμέσως μετά την υπογραφή της η Ελλάδα δέχθηκε να επανεκκινήσει η διαδικασία εντάξεως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Αφ’ ης στιγμής η Βουλή των Σκοπίων προχωρήσει στις συνταγματικές αλλαγές, το ΝΑΤΟ θα συντάξει το πρωτόκολλο εντάξεως της γειτονικής χώρας στη Συμμαχία.
Το έγγραφο αυτό αποτελεί ξεχωριστό διεθνές κείμενο από το κείμενο των Πρεσπών. Θα έλθει στη ελληνική Βουλή προς κύρωση ανεξαρτήτως της πορείας της συμφωνίας των Πρεσπών. Επειδή η αίτηση για ένταξη έχει υποβληθεί με το προσωρινό όνομα ΠΓΔΜ, η Ελλάδα βαρύνεται από την ενδιάμεση συμφωνία (και μία σχετική καταδίκη στο Διεθνές Δικαστήριο) να κυρώσει το Πρωτόκολλο (ανεξαρτήτως του τι θα πράξει με τη συμφωνία των Πρεσπών).
Ως προς το θέμα της καταγγελίας, λύσεως ή τέλος πάντων «απαλλαγής» από τη συμφωνία των Πρεσπών, αφού αυτή κυρωθεί, τα πράγματα είναι (επώδυνα) προβληματικά.
Το θέμα ρυθμίζεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) που δεσμεύει τόσο την Ελλάδα όσο και την ΠΓΔΜ. Εκεί περιλαμβάνονται οι εξής δυνατότητες:
(α) ακύρωση,
(β) καταγγελία και
(γ) λήξη/αναστολή εφαρμογής μιας συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της.
Η Σύμβαση της Βιέννης ορίζει περιοριστικά τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η ακύρωση μιας συμφωνίας. Πρέπει να επικαλεσθούμε πλάνη, απάτη, δωροδοκία, εξαναγκασμό με απειλή ή χρήση βίας και άλλα ανάλογα κατά την υπογραφή της συμφωνίας... Δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο ίσχυσε, οπότε η πιθανότητα να χαρακτηρισθεί η συμφωνία άκυρη, δεν έχει βάσεις.
Δεύτερη πιθανότητα που πρέπει να εξετασθεί είναι αυτή της καταγγελίας. Η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει στο άρθρο 20 ότι οι διατάξεις της «θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1 (3) και στο άρθρο 1 (4)». Επομένως, κατ’ αρχήν προκύπτει ότι τα δύο κράτη θέλησαν να είναι αμετάκλητες οι διατάξεις της συμφωνίας. Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις για το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», για την υπηκοότητα του κράτους που ορίσθηκε ως «μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» και για την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, περιβάλλονται με ιδιαίτερο κύρος και δεν τροποποιούνται. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 56 της Συμβάσεως της Βιέννης που ορίζει ρητώς ότι συνθήκη που δεν περιέχει διάταξη για καταγγελία «δεν δύναται να καταγγελθή ή να λυθή διά αποχωρήσεως».
Μοναδική εξαίρεση είναι να θεωρηθεί η φύση της συνθήκης των Πρεσπών τέτοια, που να δικαιολογεί την καταγγελία. Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα. Στο διεθνές δίκαιο αναφέρονται οι κατηγορίες των συνθηκών που δικαιολογούν την καταγγελία. Δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να υπάγεται σε κάποια από αυτές.
Στην πραγματικότητα, μετά την κύρωση της συμφωνίας θα ισχύει ο γενικός κανόνας του διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι «τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται».
Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της (άρθρο 60). Η Ελλάδα καλείται να παρακολουθεί προσεκτικά την εφαρμογή της συμφωνίας. Εάν διαπιστώσει ουσιώδη παραβίαση, θα μπορεί να κινηθεί για να απαλλαγεί από τη συμφωνία. Δεν είναι κάτι απλό.
Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί συνέχεια και ολοκλήρωση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995. Επιδιώκει να επιλύσει μία διεθνή διαφορά, όπως την ορίζουν τα Ψηφίσματα 817 και 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο τη συνυπέγραψε ως μάρτυρας ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς. Σε περίπτωση κυρώσεώς της και από την Ελλάδα, λήγει η ενδιάμεση συμφωνία και παύει η εκκρεμότητα γύρω από το όνομα της γειτονικής μας χώρας. Με την επιφύλαξη της ρωσικής στάσεως, το Συμβούλιο Ασφαλείας κανονικά θα πρέπει να αποφασίσει ότι έληξε η διεθνής διαφορά. Τα Σκόπια θα χρησιμοποιούν το όνομα «Βόρεια Μακεδονία».
Σε περίπτωση όμως «απαλλαγής» για οποιονδήποτε λόγο από τη συμφωνία των Πρεσπών, θα λήξει αντιστοίχως και η υποχρέωσή τους να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο όνομα. Επιπλέον το κεκτημένο του σημερινού προσωρινού ονόματος ΠΓΔΜ θα έχει χαθεί. Τα Σκόπια θα προχωρήσουν σε νέα συνταγματική αλλαγή, θα επιστρέψουν στο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και θα ενημερώσουν απλώς τους διεθνείς οργανισμούς για την αλλαγή. Αρκεί μία απλή ανακοίνωση. Οι συνέπειες απεμπλοκής θα είναι πιθανότατα πολύ πιο σοβαρές από την κατάσταση που θα έχει διαμορφωθεί. Το συμπέρασμα είναι πως, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, το καλύτερο είναι να μην κυρώσει η Ελλάδα τη συμφωνία.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Καθημερινή
Κατά καιρούς αναφέρεται στον δημόσιο λόγο ότι η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να αποδεσμευθεί από τη συμφωνία των Πρεσπών με μία απλή καταγγελία. Κατ’ αρχήν η συμφωνία παράγει ήδη αποτελέσματα και χωρίς την κύρωσή της.
Αμέσως μετά την υπογραφή της η Ελλάδα δέχθηκε να επανεκκινήσει η διαδικασία εντάξεως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Αφ’ ης στιγμής η Βουλή των Σκοπίων προχωρήσει στις συνταγματικές αλλαγές, το ΝΑΤΟ θα συντάξει το πρωτόκολλο εντάξεως της γειτονικής χώρας στη Συμμαχία.
Το έγγραφο αυτό αποτελεί ξεχωριστό διεθνές κείμενο από το κείμενο των Πρεσπών. Θα έλθει στη ελληνική Βουλή προς κύρωση ανεξαρτήτως της πορείας της συμφωνίας των Πρεσπών. Επειδή η αίτηση για ένταξη έχει υποβληθεί με το προσωρινό όνομα ΠΓΔΜ, η Ελλάδα βαρύνεται από την ενδιάμεση συμφωνία (και μία σχετική καταδίκη στο Διεθνές Δικαστήριο) να κυρώσει το Πρωτόκολλο (ανεξαρτήτως του τι θα πράξει με τη συμφωνία των Πρεσπών).
Ως προς το θέμα της καταγγελίας, λύσεως ή τέλος πάντων «απαλλαγής» από τη συμφωνία των Πρεσπών, αφού αυτή κυρωθεί, τα πράγματα είναι (επώδυνα) προβληματικά.
Το θέμα ρυθμίζεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) που δεσμεύει τόσο την Ελλάδα όσο και την ΠΓΔΜ. Εκεί περιλαμβάνονται οι εξής δυνατότητες:
(α) ακύρωση,
(β) καταγγελία και
(γ) λήξη/αναστολή εφαρμογής μιας συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της.
Η Σύμβαση της Βιέννης ορίζει περιοριστικά τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η ακύρωση μιας συμφωνίας. Πρέπει να επικαλεσθούμε πλάνη, απάτη, δωροδοκία, εξαναγκασμό με απειλή ή χρήση βίας και άλλα ανάλογα κατά την υπογραφή της συμφωνίας... Δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο ίσχυσε, οπότε η πιθανότητα να χαρακτηρισθεί η συμφωνία άκυρη, δεν έχει βάσεις.
Δεύτερη πιθανότητα που πρέπει να εξετασθεί είναι αυτή της καταγγελίας. Η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει στο άρθρο 20 ότι οι διατάξεις της «θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1 (3) και στο άρθρο 1 (4)». Επομένως, κατ’ αρχήν προκύπτει ότι τα δύο κράτη θέλησαν να είναι αμετάκλητες οι διατάξεις της συμφωνίας. Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις για το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», για την υπηκοότητα του κράτους που ορίσθηκε ως «μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» και για την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, περιβάλλονται με ιδιαίτερο κύρος και δεν τροποποιούνται. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 56 της Συμβάσεως της Βιέννης που ορίζει ρητώς ότι συνθήκη που δεν περιέχει διάταξη για καταγγελία «δεν δύναται να καταγγελθή ή να λυθή διά αποχωρήσεως».
Μοναδική εξαίρεση είναι να θεωρηθεί η φύση της συνθήκης των Πρεσπών τέτοια, που να δικαιολογεί την καταγγελία. Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα. Στο διεθνές δίκαιο αναφέρονται οι κατηγορίες των συνθηκών που δικαιολογούν την καταγγελία. Δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να υπάγεται σε κάποια από αυτές.
Στην πραγματικότητα, μετά την κύρωση της συμφωνίας θα ισχύει ο γενικός κανόνας του διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι «τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται».
Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της (άρθρο 60). Η Ελλάδα καλείται να παρακολουθεί προσεκτικά την εφαρμογή της συμφωνίας. Εάν διαπιστώσει ουσιώδη παραβίαση, θα μπορεί να κινηθεί για να απαλλαγεί από τη συμφωνία. Δεν είναι κάτι απλό.
Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί συνέχεια και ολοκλήρωση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995. Επιδιώκει να επιλύσει μία διεθνή διαφορά, όπως την ορίζουν τα Ψηφίσματα 817 και 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο τη συνυπέγραψε ως μάρτυρας ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς. Σε περίπτωση κυρώσεώς της και από την Ελλάδα, λήγει η ενδιάμεση συμφωνία και παύει η εκκρεμότητα γύρω από το όνομα της γειτονικής μας χώρας. Με την επιφύλαξη της ρωσικής στάσεως, το Συμβούλιο Ασφαλείας κανονικά θα πρέπει να αποφασίσει ότι έληξε η διεθνής διαφορά. Τα Σκόπια θα χρησιμοποιούν το όνομα «Βόρεια Μακεδονία».
Σε περίπτωση όμως «απαλλαγής» για οποιονδήποτε λόγο από τη συμφωνία των Πρεσπών, θα λήξει αντιστοίχως και η υποχρέωσή τους να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο όνομα. Επιπλέον το κεκτημένο του σημερινού προσωρινού ονόματος ΠΓΔΜ θα έχει χαθεί. Τα Σκόπια θα προχωρήσουν σε νέα συνταγματική αλλαγή, θα επιστρέψουν στο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και θα ενημερώσουν απλώς τους διεθνείς οργανισμούς για την αλλαγή. Αρκεί μία απλή ανακοίνωση. Οι συνέπειες απεμπλοκής θα είναι πιθανότατα πολύ πιο σοβαρές από την κατάσταση που θα έχει διαμορφωθεί. Το συμπέρασμα είναι πως, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, το καλύτερο είναι να μην κυρώσει η Ελλάδα τη συμφωνία.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Καθημερινή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου