Γεννήθηκε το 1864 και μετά τις σπουδές του στο Γυμνάσιο εισήχθη στην Ναυτική Σχολή Κεφαλληνίας. Δεν έγινε δεκτός στην Ναυτική Σχολή Δοκίμων λόγω ηλικίας ( είχε ξεπεράσει το 19ο έτος της ηλικίας του) και ακολουθώντας την γνώμη του Μεράρχου Χωροφυλακής και συγγενή του Ιωάννη Σπυρομήλιου το 1883 κατετάγη στο Σώμα.
Τα πρώτα χρόνια της δράσης του
Διετέλεσε δραστήριο μέλος της «Εθνικής Εταιρείας» από την οποία εστάλη, το 1897, κατά την διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου ως επικεφαλής Σώματος Εθελοντών στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Με την δράση του κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ηγεσίας της Εθνικής Εταιρείας, αλλά και των Αξιωματικών του Στρατού. Αργότερα του ανατέθηκε η οργάνωση των προσφύγων από την Κρήτη. Εντάχθηκε στο «Μακεδονικό Κομιτάτο» και δραστηριοποιήθηκε στην στρατολόγηση εθελοντών από την Κρήτη
Το Σεπτέμβριο του 1904 μαζί με άλλους Αξιωματικούς τοποθετήθηκε στο Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης με την «κάλυψη» του κλητήρα και του ειδικού γραφέα με το ψευδώνυμο «Σουρής». Εκεί διενεργούσε ομιλίες με σκοπό την τόνωση του Εθνικού Φρονήματος των Ελλήνων και φρόντιζε για τον συντονισμό των ένοπλων σωμάτων των Κρητικών οπλαρχηγών Κατσίγαρη και Παπαμαλέκου και γενικότερα για ότι ζήτημα προέκυπτε από την δράση των Ελλήνων υπερασπιστών της Μακεδονίας.
Τον Ιανουάριο του 1905 επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα και αφού οργάνωσε νέα σώματα ενόπλων τον Απρίλιο του ίδιου έτους με το ψευδώνυμο «Αθάλης Μπούας» επικεφαλής ομάδας 35 ενόπλων μαζί με το σώμα του Κωνσταντίνου Μαζαράκη, ισάριθμο και αυτό, κινήθηκε προς τα Πιέρια Όρη.
Σε μία μάχη στο χωριό Πάτημα εναντίον πολυάριθμων κομιτατζήδων τραυματίστηκε στο πόδι και μετά την ανάρρωσή του επέστρεψε στην Αθήνα.
Το 1906 εντάχθηκε στην «Ηπειρωτική Εταιρεία» η οποία, κάτω από την ηγεσία του Παναγιώτη Δαγκλή, προετοίμαζε τις συνθήκες για την απελευθέρωση της Ηπείρου, σχεδίασε μάλιστα και το υπόμνημα για τις επιχειρήσεις των ανταρτών στην περιοχή το οποίο επιδοκιμάστηκε από τον Δαγκλή.
Το 1909 ως Μοίραρχος είχε συμμετοχή στο κίνημα στο Γουδί και κατήρτισε σχέδιο για την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, αργότερα εξελέγη βουλευτής Άρτας.
Η ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας
Στις 5 Νοεμβρίου του 1912 αποβιβάστηκε στη Χειμάρρα, από την Κέρκυρα, με 200 άντρες κυρίως Χειμαρριώτες και Κρητικούς, όπου ακολούθησαν συγκρούσεις με ένοπλους Αλβανούς.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα απέσυρε τον Στρατό από την Β. Ήπειρο, στις 9 Φεβρουαρίου ο Σπυρομήλιος αρνείται να αποχωρήσει και ο Στρατηγός Παπούλας διατάζει την σύλληψή του.
Ο Σπυρομήλιος είχε ενημερωσει όμως τους Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, για την πρόθεσή του κηρύξει την ανεξαρτησία της β. Ηπείρου και ζήτησε να πράξουν το ίδιο στις περιοχές τους, αυτό έγινε πράξη στις 10 Φεβρουαρίου και στις 17 του ίδιου μήνα προσχώρησε ως Γενικός Αρχηγός στην προσωρινή κυβέρνηση της Β. Ηπείρου που ορίστηκε στο Αργυρόκαστρο.
Τους επόμενους μήνες αυτός και οι άντρες του έδωσαν σκληρές μάχες με τους Αλβανούς για την ελευθερία της Β. Ηπείρου.
Ο Μάιος του 1915 θα τον βρει βουλευτή Αργυροκάστρου και από την θέση αυτή θα ασχοληθεί ιδιαιτέρως με το ζήτημα της πατρίδας του. Τα χρόνια 1916-1917 όλη η Β. Ήπειρος, εκτός της Κορυτσάς ήταν στον έλεγχο του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Όταν η περιοχή κατελήφθη από τον ιταλικό στρατό κατέφυγε στην Αθήνα και το αυτονομιστικό κίνημα συνεχίστηκε από τον αδερφό του Νίκο και τον Απρίλιο του 1926, λόγω των πολλών τραυμάτων του αποστρατεύτηκε τιμητικά με τον βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ο θάνατός του
Στις 19 Μαΐου του 1930 απεβίωσε στην Αθήνα και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές παρουσία του πρωθυπουργού Βενιζέλου, Στρατιωτικών και πλήθος λαού.
Η τελευταία του επιθυμία να ενταφιαστεί στα χώματα της Χειμάρρας δεν πραγματοποιήθηκε γιατί οι Αλβανοί δεν έκαναν δεκτό το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης.
Το σήμερα
Σήμερα 102 χρόνια μετά η Βόρειος Ήπειρος παραμένει σκλαβωμένη περιμένοντας έναν νέο Σπυρομήλιο να την ελευθερώσει, σήμερα όμως χωρίς την βοήθεια του επίσημου ελληνικού κράτους το οποίο έχει «θάψει» κυριολεκτικά αυτήν την, κατά τον Γεώργιο Παπανδρέου, Ιερά Παρακαταθήκη...
Τους επόμενους μήνες αυτός και οι άντρες του έδωσαν σκληρές μάχες με τους Αλβανούς για την ελευθερία της Β. Ηπείρου.
Ο Μάιος του 1915 θα τον βρει βουλευτή Αργυροκάστρου και από την θέση αυτή θα ασχοληθεί ιδιαιτέρως με το ζήτημα της πατρίδας του. Τα χρόνια 1916-1917 όλη η Β. Ήπειρος, εκτός της Κορυτσάς ήταν στον έλεγχο του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Όταν η περιοχή κατελήφθη από τον ιταλικό στρατό κατέφυγε στην Αθήνα και το αυτονομιστικό κίνημα συνεχίστηκε από τον αδερφό του Νίκο και τον Απρίλιο του 1926, λόγω των πολλών τραυμάτων του αποστρατεύτηκε τιμητικά με τον βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ο θάνατός του
Στις 19 Μαΐου του 1930 απεβίωσε στην Αθήνα και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές παρουσία του πρωθυπουργού Βενιζέλου, Στρατιωτικών και πλήθος λαού.
Η τελευταία του επιθυμία να ενταφιαστεί στα χώματα της Χειμάρρας δεν πραγματοποιήθηκε γιατί οι Αλβανοί δεν έκαναν δεκτό το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης.
Το σήμερα
Σήμερα 102 χρόνια μετά η Βόρειος Ήπειρος παραμένει σκλαβωμένη περιμένοντας έναν νέο Σπυρομήλιο να την ελευθερώσει, σήμερα όμως χωρίς την βοήθεια του επίσημου ελληνικού κράτους το οποίο έχει «θάψει» κυριολεκτικά αυτήν την, κατά τον Γεώργιο Παπανδρέου, Ιερά Παρακαταθήκη...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου