Η Jaimie – Marie Degge, ήταν διακοπές στην Ελλάδα με την μητέρα της, Jenny Dimitrijevic, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι στο οποίο έμεναν στο Μάτι.
Η περιγραφή της για τις στιγμές που ήρθε μια ανάσα από τον θάνατο είναι συγκλονιστικές.Λίγο πριν πέσει στην θάλασσα τηλεφώνησε στον πατέρα της για να αποχαιρετίσει εκείνον και τις κόρες της - «Μπαμπά, δεν θα τα καταφέρω, δεν υπάρχει διέξοδος, δεν καταλαβαίνεις;"
Τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της κατάλαβαν ότι η φωτιά είναι κοντά όταν άρχισε να «βρέχει» στάχτες. «Ο θείος μου ανέβηκε σε ένα ποδήλατο και κατευθύνθηκε προς το βουνό για να δει τι γίνεται με την φωτιά. Όταν επέστρεψε ούρλιαζε: «Πρέπει να φύγουμε άμεσα! Γρήγορα! Πάμε στην παραλία!»
«Πανικοβληθήκαμε! Πήραμε τα διαβατήριά μας, τα πετάξαμε σε μια τσάντα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Οδηγήσαμε 30 δευτερόλεπτα και είδαμε ένα σπίτι στις φλόγες λίγο πιο κάτω από το δικό μας. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κρεμόντουσαν από το αυτοκίνητο και προσπαθούσαν να μπουν σε αυτό. Εγώ, ούρλιαζα στη μητέρα μου και της έλεγα: «Προχώρα! Προχώρα!» Ήταν όλα σκοτεινά λόγω του καπνού. Τα αυτοκίνητα έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο εξαιτίας του πανικού».
«Μπήκαμε στην θάλασσα μέχρι τον λαιμό. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου ακούω τις κραυγές των ανθρώπων, το ελικόπτερο να πετάει από πάνω μας και την φωτιά. Οι άνθρωποι κρατούσαν τα σκυλιά και τα παιδιά τους πάνω από τα κεφάλια τους. Περιμέναμε στο νερό και προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα πρόσωπά μας. Το πρόσωπό μου πονούσε τόσο πολύ από το αλάτι, την φωτιά και τον καπνό».
Η 30χρονη βρετανίδα σώθηκε από μια βάρκα που την περιμάζεψε όπως και άλλους από την ακτή. Το σπίτι της μητέρας της ήταν το μόνο που σώθηκε από τις φλόγες σε έναν ολόκληρο δρόμο.
Η περιγραφή της για τις στιγμές που ήρθε μια ανάσα από τον θάνατο είναι συγκλονιστικές.Λίγο πριν πέσει στην θάλασσα τηλεφώνησε στον πατέρα της για να αποχαιρετίσει εκείνον και τις κόρες της - «Μπαμπά, δεν θα τα καταφέρω, δεν υπάρχει διέξοδος, δεν καταλαβαίνεις;"
Τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της κατάλαβαν ότι η φωτιά είναι κοντά όταν άρχισε να «βρέχει» στάχτες. «Ο θείος μου ανέβηκε σε ένα ποδήλατο και κατευθύνθηκε προς το βουνό για να δει τι γίνεται με την φωτιά. Όταν επέστρεψε ούρλιαζε: «Πρέπει να φύγουμε άμεσα! Γρήγορα! Πάμε στην παραλία!»
«Πανικοβληθήκαμε! Πήραμε τα διαβατήριά μας, τα πετάξαμε σε μια τσάντα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Οδηγήσαμε 30 δευτερόλεπτα και είδαμε ένα σπίτι στις φλόγες λίγο πιο κάτω από το δικό μας. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κρεμόντουσαν από το αυτοκίνητο και προσπαθούσαν να μπουν σε αυτό. Εγώ, ούρλιαζα στη μητέρα μου και της έλεγα: «Προχώρα! Προχώρα!» Ήταν όλα σκοτεινά λόγω του καπνού. Τα αυτοκίνητα έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο εξαιτίας του πανικού».
«Μπήκαμε στην θάλασσα μέχρι τον λαιμό. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου ακούω τις κραυγές των ανθρώπων, το ελικόπτερο να πετάει από πάνω μας και την φωτιά. Οι άνθρωποι κρατούσαν τα σκυλιά και τα παιδιά τους πάνω από τα κεφάλια τους. Περιμέναμε στο νερό και προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα πρόσωπά μας. Το πρόσωπό μου πονούσε τόσο πολύ από το αλάτι, την φωτιά και τον καπνό».
Η 30χρονη βρετανίδα σώθηκε από μια βάρκα που την περιμάζεψε όπως και άλλους από την ακτή. Το σπίτι της μητέρας της ήταν το μόνο που σώθηκε από τις φλόγες σε έναν ολόκληρο δρόμο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου