Άρθρο του Αντώνη Μπέζα
Μετά την απαράδεκτη και επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία με τα Σκόπια έρχεται η σειρά της Αλβανίας, αφού ο Νίκος Κοτζιάς μας «απείλησε» ότι πριν πάει για διακοπές θα έχει «λύσει» και τα ζητήματα που εκκρεμούν με τη γειτονική χώρα. Ήδη, απ’ ότι φαίνεται, στην 3η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Σταθερότητα στη Ρόδο, μπήκαν οι τελευταίες «πινελιές» στη μυστική διαπραγμάτευση των προηγούμενων μηνών.
Εκτός από το ζήτημα του καθορισμού των θαλάσσιων ζωνών σε σύγκριση με την αρχική συμφωνία Ελλάδας - Αλβανίας και παρά τα όσα αντίθετα διαδίδονται από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, οι Αλβανοί με τις δημόσιες τουλάχιστον δηλώσεις τους εγείρουν αξιώσεις και για το λεγόμενο τσάμικο ζήτημα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα έχει θέσει ευθέως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τσάμηδων και αναγνώρισης της γενοκτονίας τους από τους Έλληνες (δικαίωμα στη μνήμη), όπως και τη δυνατότητας ελεύθερης διακίνησης και δικαστικής διεκδίκησης περιουσιών για τους απόγονους της τσάμικης κοινότητας (δικαίωμα στην περιουσία).
Παράλληλα, έχει θεωρήσει ως «παραλογισμό τη διατήρηση του εμπολέμου Ελλάδος- Αλβανίας και ζωντανό φάντασμα που αιωρείται με νομικές συνέπειες και αφόρητα εμπόδια στους πολίτες», γεγονός που έχει αποδεχθεί και ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, δηλώνοντας ότι «αυτές είναι ανοησίες ιστορικές τις οποίες πρέπει να τις τελειώνουμε».
Δικαιώματα στη μνήμη και την περιουσία
Σε σχέση με τα υποτιθέμενα δικαιώματα στη μνήμη και την περιουσία, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όχι μόνο δεν έγινε γενοκτονία των Τσάμηδων από τους Έλληνες, αλλά oι Τσάμηδες, ως συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών, επιχείρησαν την εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού, είτε μέσω του φυσικού του αφανισμού, είτε μέσω της τρομοκράτησης και φυγής του, και έχοντας ως αποδεδειγμένο σκοπό την ενσωμάτωση περιοχών της Ηπείρου στο αλβανικό κράτος.
Απέναντι στη φασιστική βαρβαρότητα, το ελληνικό στοιχείο κράτησε στάση άμυνας και νομιμότητας. Η εκκένωση της Θεσπρωτίας από τον αλβανομουσουλμανικό πληθυσμό το Νοέμβριο του 1944 - μετά από απόφαση της ηγεσίας τους για αποχώρηση υπό το βάρος των εγκλημάτων τους - υπήρξε συντεταγμένη και δε συνοδεύτηκε από ενέργειες στρατιωτικών μονάδων.
Για τους Τσάμηδες, μάλιστα, που είχαν εμπλακεί σε εγκλήματα έγιναν δίκες από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν περίπου 1.700 αποφάσεις και 1.930 από αυτούς καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών. Ταυτόχρονα, τους αφαιρέθηκε μαζικά η ελληνική ιθαγένεια με αποφάσεις δικαστηρίων και με επικουρικές διοικητικές πράξεις και δημεύθηκαν οι περιουσίες τους με δεδομένο ότι έφυγαν από την Ελλάδα εκούσια και χωρίς πρόθεση να επανέλθουν σ’ αυτή.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι με βάση την υφιστάμενη ελληνική και ευρωπαϊκή νομολογία, η διεκδίκηση από τους Τσάμηδες αυτών των δημευθέντων περιουσιών δεν μπορεί να σταθεί, αφού η ευρωπαϊκή προστασία περιουσιακών δικαιωμάτων δεν εκτείνεται σε γεγονότα προ του 1950 (γνωμοδοτήσεις και σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους Σουδήτες της Τσεχοσλοβακίας, αποφάσεις Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αρείου Πάγου σε προσφυγές κατοίκων Φλώρινας που είχαν καταδικασθεί για δωσιλογισμό κλπ).
H άρση του εμπολέμου
Ποιο είναι όμως το «ζωντανό φάντασμα» του εμπολέμου (ή των εμπολέμων, γιατί υπάρχει «αλβανικό» και «ελληνικό» εμπόλεμο), που τίθεται επίσης στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και πως δημιουργήθηκε;
Τον Απρίλιο του 1939, επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου, η αλβανική Βουλή αποφάσισε ότι όποια χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, θεωρείται εχθρική για την Αλβανία. Η απόφαση αυτή, της κήρυξης δηλαδή της εμπολέμου καταστάσεως με την Ελλάδα, συνοδεύτηκε από την ενίσχυση των ιταλικών μεραρχιών που εισέβαλλαν στην Ελλάδα με επτά τάγματα του αλβανικού στρατού. Το Νοέμβριο του 1940, με τον Α.Ν. 2636/1940, αμέσως μετά την εισβολή της Ιταλίας διαμέσου της Αλβανίας, και η Ελλάδα κήρυξε με τη σειρά της εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία.
Το 1944 ο Ενβέρ Χότζα, στο συνέδριο της Πρεμετής, όπου έθεσε τις βάσεις του κομμουνιστικού αλβανικού κράτους, διακήρυξε την ακύρωση όλων των αποφάσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Τον Ιούλιο του 1992, η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε με τη σειρά της όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανέφερε σε ισχύ εκείνες των κυβερνήσεων του βασιλιά Ζώγου. Έτσι, έχουμε μέχρι σήμερα το «αλβανικό εμπόλεμο», που θέσπισε η αλβανική βουλή το 1939, το οποίο δεν καταργήθηκε με νόμο, ούτε από το κομμουνιστικό καθεστώς, ούτε από τις μετέπειτα δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Από ελληνικής πλευράς, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, στις 28.8.1987, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για άρση της εμπολέμου καταστάσεως με την Αλβανία, ο χαρακτήρας της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους έπαψε να υφίσταται. Το 1996 μάλιστα, εκτός από την άρση του «ελληνικού εμπολέμου», με νέα πράξη του υπουργικού συμβουλίου, η Ελλάδα προχώρησε και στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας με την Αλβανία (Ν.2568/1998).
Παρόλα αυτά, η αλβανική πλευρά δεν αρκείται στην απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του 1987 για την άρση του εμπολέμου και επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει κύρωση μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Η υποκρισία είναι ότι ενώ ζητούν από την Ελλάδα την τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας, οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν έχουν προωθήσει νομοθετική ρύθμιση ακύρωσης της απόφασης του «αλβανικού εμπολέμου» του 1939.
Το εμπόλεμο, όμως, εκτός από τη διεκδίκηση των περιουσιών της τσάμικης κοινότητας σχετίζεται και με τις περιουσίες αλβανών υπηκόων (οι Τσάμηδες τότε είχαν ελληνική υπηκοότητα) που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο ελληνικό έδαφος και χαρακτηρίστηκαν ως «εχθρικές» με τον Α.Ν. 2636/1940. Αυτές τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης έως, θεωρητικά, το τέλος των εχθροπραξιών (περίπου 200 στον αριθμό) και το ελληνικό κράτος έκτοτε τις διαχειρίζεται μέσω της ενοικίασης σε ιδιώτες.
Σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ειρήνης και συνεργασίας, είναι φυσικό να μην υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση και θα πρέπει προφανώς και τυπικά να καταργηθεί. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει όμως να καταστήσει σαφές στην αλβανική πλευρά, και να το αποτυπώσει ρητά στην επικειμένη συμφωνία, ότι οι περιουσιακές διεκδικήσεις και τα υποτιθέμενα δικαιώματα των παλιών συνεργατών του φασισμού, είναι αξιώσεις ανυπόστατες επί της ουσίας και δε βασίζονται, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Επίσης, με δεδομένο ότι η Αλβανία κήρυξε πρώτη το εμπόλεμο προς την Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρξει επωφελής για την ελληνική πλευρά μέριμνα και για τις «εχθρικές» περιουσίες. Σχετικές πρακτικές έχουν εφαρμοστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δυστυχώς, η καταστροφική συμφωνία των Πρεσπών και οι τυχοδιωκτικοί χειρισμοί τετελεσμένων του κ. Κοτζιά, αποτελούν το χειρότερο προηγούμενο.
Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας της ΝΔ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου