Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1851 στον Πύργο της Τήνου από οικογένεια μαρμαρογλυπτών. Ολοκλήρωσε λαμπρές σπουδές, πρώτα στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, με δάσκαλο τον νεοκλασικό γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, και έπειτα στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου με υποτροφία του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, μαθήτευσε πλάι στον επίσης κλασικιστή γλύπτη Max Ritter Von Widnmann.
Ο Χαλεπάς ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που δεν ξεκινούν την δημιουργία τους με πρωτόλεια. Από την πρώτη στιγμή η τέχνη του παρουσιάζει μια πρωτόγνωρη ωριμότητα, γεγονός που μαρτυρούν τα τρία μνημειακά έργα που σώζονται ακέραια από την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του: η Φιλοστοργία (1835), ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) και φυσικά η θρυλική Κοιμωμένη (1877).
Μόλις στα 24 του είχε ήδη φτιάξει το αριστούργημα του, τότε εμφανίστηκαν και τα πρώτα σημάδια της ψυχικής του ασθένειας, πιθανώς κάποια ερωτική απογοήτευση σε συνδυασμό με κληρονομική προδιάθεση.
Η αυταρχική μάνα του θεώρησε ότι αυτή που τον τρελαίνει είναι η γλυπτική, ενώ συνέβαινε ακριβώς το ανάποδο.
Μόνο η γλυπτική θα μπορούσε να τον γλιτώσει, όπως φάνηκε αργότερα.
Του απαγόρευσε αυστηρά να ασκεί την τέχνη του.
Τον πήγανε στο εξωτερικό, αλλά δε είδαν βελτίωση.
Δέκα χρόνια βολόδερνε στην Τήνο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κι έπειτα τον κλείσαν για 16 χρόνια στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Εκεί, χωρίς φάρμακα, μέσα στη βρόμα, δεμένος με αλυσίδες, αποτρελάθηκε.
Η προσωπικότητα του αποδομήθηκε εντελώς.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μάνα του τον ξαναπήρε στην Τήνο, ενώ ήταν πια 51 ετών.
Η γριά συνεχισε να του απαγορεύει κάθε επαφή με το μάρμαρο και τη γλυπτική.
Είχε πετάξει ανάκατα τα έργα του στο υπόγειο που το έχει κλειδωμένο.
Μερικές φορές τον έπιανε να φτιάχνει κάποια προπλάσματα κρυφά και του τα έσπαγε.
Ο μπάρμπα-Γιάννης, έτσι τον φώναζαν, στα 51 του χρόνια είχε γίνει ο τρελός του χωριού.
Έγινε νεροκουβαλητής, οι χωριανοί του έδιναν τις κατσίκες τους να τις βοσκήσει, τα παιδιά τον κορόϊδευαν κι αυτός τριγύριζε κουρελής, μαζεύοντας από χάμω τις γόπες για να τις καπνίσει.
Τα βράδια γύριζε στο σπίτι του και καθόταν αμίλητος σε μια γωνιά, για να μην τον μαλώσει η γριά μάνα του.
Η Αθήνα τον έχει ξεχάσει, το έργο του έχει τελειώσει πρόωρα.
- Και γίνεται το θαύμα!
Το 1916, η μάνα του πεθαίνει.
Και τότε ο 65χρονος Γιαννούλης κάνει το απίστευτο.
Δε χύνει σταγόνα δάκρυ, δεν ακολουθεί την κηδεία της, αλλά ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει αμέσως να δουλεύει.
Οι χωριανοί το θεώρησαν ως την αναμενόμενη αντίδραση ενός τρελού, αλλά δεν ήταν έτσι.
Η καταπιεσμένη τέχνη του εκρήγνυται.
Μέσα σε λίγους μήνες είχε θεραπευτεί εντελώς.
Η σμίλη του άρχισε να βγάζει και πάλι αριστουργήματα, και μάλιστα με μια εντελώς νέα τεχνοτροπία.
Το φαινόμενο μοναδικό.
40 χρόνια δε δούλεψε την τέχνη του, δεν ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και ξαφνικά αναδύθηκε ένας ολοκαίνουριος καλλιτέχνης, σαν να φοιτούσε σε ένα δικό του εσωτερικό σχολείο.
Από τα 65 του χρόνια, ως τις 15 Σεπτεμβρίου 1938 που πέθανε σε ηλικία 84 ετών, έφτιαξε μια ολόκληρη σειρά από αριστουργήματα.
Αυτή ήταν η ιστορία του μπάρμπα Γιάννη, του Γιαννούλη, του τρελού του χωριού .
Του Γιαννούλη Χαλεπά..
Το πρώτο του έργο, που έφτιαξε στην ηλικία των 24, βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο και είναι η γνωστή σε όλους "Κοιμωμένη "
Ο Χαλεπάς μέσα από την τραγική ιστορία της ζωής του κατάφερε να μπει στο πάνθεον των μεγάλων καλλιτεχνών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου