Ολυμπιακά Αγωνίσματα στην Αρχαιότητα - Η Πυγμή

 


Η πυγμή (πυγμαχία), ένα από τα παλαιότερα αθλήματα, συμπεριλήφθηκε στα ολυμπιακά αγωνίσματα το 688 π.Χ. και η πυγμή παίδων εισήχθη στο ολυμπιακό πρόγραμμα το 616 π.Χ. 


Η πυγμαχία πρωτοαναφέρεται στην Ιλιάδα, ως ένας από τους αγώνες που διοργανώθηκαν προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου, όπου νίκησε ο Επειός, και στην Οδύσσεια στους αγώνες στο νησί των Φαιάκων. 

Στη μυθολογία ως ιδρυτής του αγωνίσματος αναφέρεται ο Απόλλωνας, ο οποίος νίκησε και σκότωσε το Φόρβαντα, έναν πυγμάχο που προκαλούσε τους ταξιδιώτες που περνούσαν από τους Δελφούς να αναμετρηθούν μαζί του. 

Ο Απόλλωνας, επίσης, νίκησε σε αγώνα πυγμής και τον Άρη στην Ολυμπία

Πρότυπο πυγμαχικού αγώνα στη μυθολογία ήταν εκείνος ανάμεσα στον Πολυδεύκη και τον Άμυκο, το βασιλιά των Βεβρύκων από τη Βιθυνία του Εύξεινου Πόντου. Ο βασιλιάς προκαλούσε όλους τους ξένους που περνούσαν από τη χώρα του να πυγμαχήσουν μαζί του και κατά τη διάρκεια του αγώνα τούς σκότωνε. Ο Πολυδεύκης αποδείχτηκε πολύ σκληρός αντίπαλος για τον Άμυκο, τον οποίο νίκησε και υποχρέωσε να ορκιστεί ότι θα επέτρεπε στους ταξιδιώτες ελεύθερη και ασφαλή διέλευση από τη χώρα του.

Οι αθλητές είχαν τα χέρια τους δεμένα με δερμάτινους ιμάντες, τα στρόφια ή μειλίχαι. Ήταν λωρίδες από μαλακό δέρμα βοδιού, μήκους 3 μ. περίπου, τις οποίες και άλειφαν με λάδι ή λίπος για να διατηρούνται μαλακές. Τύλιγαν τους ιμάντες γύρω από τις πρώτες κλειδώσεις των δαχτύλων και μετά τους περνούσαν διαγώνια, από την παλάμη μέχρι το πάνω μέρος του χεριού, αφήνοντας τον αντίχειρα ακάλυπτο. Στη συνέχεια, τους έδεναν γύρω από τον καρπό ή ψηλά στο βραχίονα με μια θηλιά.για να κρατάνε σταθερά τα δάχτυλα και την άρθρωση του καρπού. 

Τον 4ο αιώνα π.Χ. οι ιμάντες ήταν  επενδεδυμένοι εσωτερικά με μαλλί και εξωτερικά με σκληρό δέρμα (σφαίραι) και χρησιμοποιούνταν περισσότερο στις προπονήσεις.  Στους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρχαν ακόμη και κομμάτια σιδήρου και μολύβδου επικολλημένα στα γάντια.



Ο αγώνας τελείωνε όταν ένας απο τους δύο αθλητές παραδεχόταν την ήττα του ή έπεφτε αναίσθητος.

Οι κανόνες της πυγμαχίας δεν είναι ακριβώς γνωστοί ωστόσο γνωρίζουμε ότι απαγόρευαν το πιάσιμο του αντιπάλου (αυτή είναι η πάλη), τα χτυπήματα στα γεννητικά όργανα και τις επιπλέον ενισχύσεις από το κανονικό για τα γάντια του μποξ, καθώς και η χρήση λωρίδων απο χοιρόδερμα. 

Παρόλα αυτά οι αθλητές συχνά τραυματίζονταν και είχαν τα σημάδια του αθλήματος στα πρόσωπά τους. Η ρωμαική εφεύρεση του caestus, ενός γαντιού πυγμαχίας ενισχυμένου με σίδερο και μολύβι, μεταμόρφωσε την ελληνική τέχνη της πυγμαχίας  σε έναν απάνθρωπο και φονικό αγώνα που σωστά θεωρείται ως το πιο επικίνδυνο από τα τρία μαχητικά αθλήματα.

Οι διαιτητές εξέταζαν τις λωρίδες πριν από κάθε αγώνα. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης οι πυγμάχοι προστάτευαν τα αυτιά τους φορώντας ένα δερμάτινο κάλυμμα, τις αμφωτίδες ή επωτίδες.


Η εκλογή των πυκτών γινόταν με κλήρο, αφού η κατηγοροποίηση ανάλογα με το βάρος τους ήταν άγνωστη.  Επίσης δεν είναι γνωστός ο χώρος διεξαγωγής των αγώνων

Γνωρίζουμε ότι δεν υπήρχε χρονικό όριο στη διάρκεια του αγώνα ο οποίος τελείωνε όταν ο ένας απο τους δύο εγκατέλειπε τον αγώνα σηκώνοντας το χέρι με το δείκτη τεντωμένο για να δείξει ότι παραδεχόταν την ήττα του, ή πέφτοντας στο έδαφος.

Μερικές φορές ο αγώνας τελείωνε με την συναίνεση και των δύο αντιπάλων αφού ο διαιτητής τους άφηνε λίγο χρόνο για ν΄ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.

Εκτιμούσαν αρκετά τα καλά χτυπήματα στο κεφάλι, ενώ σημαντική ήταν και η θέση του πύκτη σε σχέση με τον ήλιο. Οποιος κατάφερνε τον αντίπαλό του να στραφεί προς τον ήλιο, κέρδιζε ένα πλεονέκτημα αφού εκείνος τυφλωνόταν από τη λάμψη.

Οταν ο αγώνας διαρκούσε πολύ, χωρίς νικητή, οι αντίπαλοι είχαν τη δυνατότητα να μπούν στη διαδικασία της κλίμακας

Σε αυτήν κάθε πύκτης, στεκόταν ακίνητος και δεχόταν ένα χτύπημα απο τον αντίπαλό του χωρίς να κάνει προσπάθεια να το αποφύγει.
Νικητής ανακηρυσσόταν όποιος έβγαζε τον αντίπαλό του εκτός αγώνα, ή τον οδηγούσε στην παραδοχή της ήττας του.



Ο πύκτης (πυγμάχος)



Κατά το Φιλόστρατο, ο καλός πυγμάχος έπρεπε να έχει μακριά και δυνατά χέρια, δυνατούς ώμους, ψηλό λαιμό και ισχυρούς κι ευλύγιστους καρπούς. Ελαττώματα θεωρούνταν το χοντρό καλάμι του ποδιού (μειώνει την ευκινησία) και το μεγάλο στομάχι (δεν επιτρέπει τις μαλακές κινήσεις). Επιπλέον, ο πυγμάχος έπρεπε να έχει επιμονή, υπομονή, αντοχή, ισχυρή θέληση και σθένος.

Οι αλλαγές στους ιμάντες επέφεραν σημαντικές τροποποιήσεις στην τεχνική του αγωνίσματος. Παλαιότερα, που οι ιμάντες ήταν μαλακοί, η πυγμαχία απαιτούσε ευκινησία, ικανότητα, ευελιξία και καλή τεχνική, όταν όμως υιοθετήθηκαν οι οξείς ιμάντες, οι πυγμάχοι έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην άμυνα και ο αγώνας έγινε πιο αργός, με μεγαλύτερη έμφαση στην ωμή δύναμη παρά στην επιδεξιότητα.


Πολυάριθμα σατιρικά ποιήματα και επιγράμματα γράφτηκαν με αφορμή την παραμόρφωση των προσώπων των πυγμάχων.

Διάσημοι αρχαίοι Ελληνες πύκτες (πυγμάχοι) :

  • Kλεομήδης απο την Αστυπάλαια
  • Kleitomachos της Θήβας
  • Διαγόρας από τη Ρόδο
  • Δωριεύς Ρόδου
  • Θεαγένης της Θάσου
  • Μελαγκόμας από την Καρία
  • Euthymos της Λοκρων
  • Κλεόξενος απο την Αλεξάνδρεια
  • Ιππόμαχος απο την Ηλεία
  • Γλαύκος απο την Κάρυστο



Έλληνιστικό χάλκινο γλυπτό που ονομάζεται Boxer at Rest καθώς δείχνει έναν πυγμάχο να καθαρίζει να κάνει ένα διάλειμμα. Είναι γυμνός εκτός από τις χιμάντες του, ένα είδος δερμάτινου περιτυλίγματος χεριών.
Οι λεπτομέρειες αυτού του αγάλματος είναι υποδειγματικές και είναι σε εξαιρετική φυσική κατάσταση: πολύ μυώδης κορμός, ουλωμένο και μελανιασμένο πρόσωπο, πέος δεμένο με κυνοδέσμα, αυτιά κουνουπιδιού, σπασμένη μύτη, ακόμη και το στόμα του σμιλεμένο με τρόπο που υποδηλώνει ότι έχει σπασμένα δόντια . Ο πυγμάχος ήταν επίσης ένας γενειοφόρος άνδρας, κάτι που θα ήταν χαρακτηριστικό για τους αρχαίους πυγμάχους.
Στο άγαλμα έχουν δοθεί διάφορες χρονολογήσεις στην περίοδο περίπου 330 έως 50 π.Χ. Ανασκάφηκε στο Quirinal στη Ρώμη το 1885, πιθανώς από τα Λουτρά του Κωνσταντίνου. Ένα άλλο ελληνιστικό χάλκινο γλυπτό γνωστό ως ο χάλκινος πρίγκιπας βρέθηκε περίπου την ίδια εποχή. Το 1989 και τα δύο χάλκινα αγάλματα συντηρήθηκαν από τον Nikolaus Himmelmann.


Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ