Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα

 


Στην ιστορική εποχή οι Ολυμπιακοί αγώνες διεξάγονταν μετά το θερινό ηλιοστάσιο κάθε τέσσερα χρόνια. Η τετραετία αυτή ονομαζόταν «πενθετηρίς» επειδή οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν και τα δύο έτη της διοργάνωσης, που σημάδευαν την αρχή και το τέλος της περιόδου. 



Οι πενθετηρίες ονομάζονταν με τον αύξοντα αριθμό της εκάστοτε Ολυμπιάδας και χρησίμευαν ως χρονική αναφορά. 
Ο πρώτος καταγραμμένος εορτασμός των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαιότητα ήταν στην Ολυμπία, το 776 π.Χ., δηλαδή η πρώτη πενθετηρία ξεκινά το καλοκαίρι του 775 π. Χ., σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτή δεν ήταν και η πρώτη φορά που γίνονταν οι Αγώνες. Τότε οι Αγώνες ήταν μόνο τοπικοί και διεξαγόταν μόνο ένα αγώνισμα, η κούρσα του σταδίου. 

Ο Παυσανίας μνημονεύει τους κατοίκους της Ήλιδας, οι οποίοι από τα πανάρχαια χρόνια είχαν κτίσει ναό προς τιμή του Κρόνου. 

Όταν γεννήθηκε ο Δίας, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήρθαν από την Κρήτη στην Ήλιδα και έκαναν αγώνα δρόμου για να διασκεδάσει λίγο ο βρεφικός Δίας. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, ο Ηρακλής (όχι ο συνώνυμος ήρωας), έβαλε τους άλλους αδερφούς του, τον Παιωναίο, τον Επιμήδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα να τρέξουν, και μετά τη λήξη των αγώνων, ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τους νικητές με κλαδί άγριας ελιάς, ένα δέντρο που είχε φέρει από την χώρα των Υπερβορείων. 

Ο αγώνας αυτός θεωρείται έτι είναι η μυθική παράδοση των Ολυμπιακών αγώνων και χρονολογείται στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Σύμφωνα με το ίδιο μύθο, ο Ιδαίος Ηρακλής ήταν εκείνος που έδωσε το όνομα Ολύμπια στους αγώνες αυτούς. 


Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, στην τοποθεσία αυτή πάλεψε ο ίδιος ο Δίας με τον Κρόνο για την εξουσία της Γης, ενώ ένας τρίτος μύθος συμπληρώνει ότι μετά την μάχη αυτή, διεξάχθηκαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες προς τιμήν και εορτασμό της έκβασης της μάχης και της νίκης του Ολύμπιου Δία. 


Στους αγώνες αυτούς πήραν μέρος οι Ολύμπιοι θεοί, και μάλιστα ο Απόλλων νίκησε τον Ερμή και τον Άρη στο τρέξιμο και την πυγμαχία αντίστοιχα. Αυτά σύμφωνα με τον Παυσανία. 


  • Η Διαδικασία 

Αρχικά οι Ολυμπιακοί αγώνες διαρκούσαν μια ημέρα μόνο. Αργότερα, το πρόγραμμα διευρύνθηκε και εμπλουτίστηκε με πλήθος αθλημάτων και πανηγυρικών εκδηλώσεων που συνόδευαν την εορτή, διαρκείας πέντε ημερών, στην οποία συνέρρεε πλήθος αθλητών και θεατών. 

Ο Παυσανίας αναφέρει ως αιτία την διεξαγωγή των 77ών Ολυμπιακών αγώνων (472 π.Χ.), όταν η αρματοδρομία και το πένταθλο είχαν αργοπορήσει τόσο πολύ, που το παγκράτιο άρχισε καθυστερημένα και διήρκεσε μέχρι τις νυκτερινές ώρες, με αποτέλεσμα να νικήσει ο Αθηναίος Καλλίας. 

Τότε αποφασίστηκε η πολυήμερη διεξαγωγή των αγώνων και καθιερώθηκε το πενθήμερο πρόγραμμα ως εξής. 

Οι τελετές άρχιζαν την 11η ημέρα του μήνα και διαρκούσαν μέχρι την 15η ημέρα, έτσι ώστε η νύχτα της τέταρτης μέρας των αγώνων να λούζεται στο φως της πανσέληνου. 
Σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο η έναρξη των αγώνων γίνονταν περίπου στα τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου. 

Η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στους θεούς. Η σημαντικότερη εναρκτήρια σπονδή ήταν προς τιμή του Ολυμπίου Διός, και γινόταν από εκπροσώπους της πόλης της Ήλιδας. 
Ακολουθούσε ο όρκος των αθλητών, προπονητών και ελλανοδικών (δηλαδή των διαιτητών που θα έκριναν τα αποτελέσματα των αγώνων), κατά τον οποίο γινόταν θυσία, ενώ οι διαιτητές έβγαζαν λόγο απευθυνόμενοι στους αγωνιστές. 
Όσο για τους ανήλικους νέους που έπαιρναν μέρος, ορκίζονταν οι πατέρες ή οι πιο μεγάλοι αδελφοί τους. Επίσης, οι αθλητές και τα άλογα εξετάζονταν για να κριθεί η συμμετοχή τους και για να κληρωθούν στις ομάδες που θα έπαιρναν μέρος. Το πρόγραμμα της πρώτης ημέρας κατέληγε σε γενική φαγοπότι γνωριμίας ενώ την ίδια μέρα γινότανε και η ευγενική άμιλλα για την ανάδειξη των καλύτερων κηρύκων και σαλπιγκτών. Αυτοί που κέρδιζαν, λάβαιναν το τιμητικό προνόμιο ν' αναγγέλουν και να εκφωνούνε τα ονόματα των Ολυμπιονικών την ώρα των βραβείων. 

Την πρώτη μέρα των αγωνισμάτων, πριν από τα χαράματα γέμιζαν οι κερκίδες, αφού με τις πρώτες ηλιαχτίδες ξεκινούσαν τα πρώτα αγωνίσματα. Τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη μέρα των αγώνων διεξάγονταν τα αγωνίσματα, ενώ η τελευταία μέρα ήταν αφιερωμένη στις τελετές, πομπές και στις θυσίες στους θεούς. 



Την τελευταία μέρα των Ολυμπιακών αγώνων γινόταν η απονομή των στεφάνων. Ένας νεανίας έκοβε με χρυσό ψαλίδι τα κλαδιά της ελιάς από το ιερό δέντρο.




Με την απονομή του στεφανιού αναγγέλλονταν το όνομα του αθλητή, μαζί με αυτό του πατέρα του και της πατρίδας του και γινόταν αθάνατο σε όλες τις τότε Ελληνικές πόλεις. 

Οι νικητές έδιναν δώρα στους θεούς, καθένας με τις δυνατότητές του για να τους ευχαριστήσουν για την υψηλοτέρα των τιμών. 
Ακολουθούσαν πομπές και γενικό φαγοπότι, συνοδευόμενο από τραγούδι και μουσική, τα «επινίκια». 

Από το 776 π. Χ. και μετά τον 6ο και 5ο αι. π. Χ.. Οι Ολυμπιακοί είχαν επίσης θρησκευτική σημασία αφού γίνονταν προς τιμή του θεού Δία, του οποίου το τεράστιο άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία. 



Ο αριθμός των αγωνισμάτων έγινε είκοσι και ο εορτασμός γινόταν στην διάρκεια μερικών ημερών. 

Οι νικητές των αγώνων θαυμάζονταν και γίνονταν αθάνατοι μέσα από ποιήματα και αγάλματα. 
Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς. 
Οι κανονισμοί απαγόρευαν την είσοδο και την παρακολούθηση των γυμνικών αγώνων για τις γυναίκες, αλλιώς τιμωρούνταν σε θάνατο με κατακρήμνιση από το βραχώδες όρος Τυπαίο. 
Η Καλλιπάτειρα, κόρη του Ολυμπιονίκη Διαγόρα του Ρόδιου, ήταν η πρώτη γυναίκα της αρχαιότητας που μπήκε μέσα σε αθλητικό χώρο και παρακολούθησε τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η Καλλιπάτειρα, θέλοντας να θαυμάσει το γιο της Πεισίροδο που αγωνιζόταν στην πάλη, πήρε την τόλμη και περιφρονώντας τη σχετική απαγόρευση και την επαπειλούμενη ποινή, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή όπου και εισήλθε και παρακολούθησε τον αγώνα.



Προδόθηκε όμως από τον υπέρμετρο και δικαιολογημένο ενθουσιασμό της για τη νίκη του γιου της. Ωστόσο, δεν της επιβλήθηκε η θανατική ποινή, καθώς η οικογένειά της είχε βγάλει σειρά Ολυμπιονικών (πατέρα, σύζυγο, αδέλφια, γιο και ανιψιό) 

Η ιστορία της Καλλιπάτειρας έκανε εντύπωση τόσο στους συγχρόνους της, όσο και στις μετέπειτα γενεές μέχρι που ενέπνευσε και τον Λορέντζο Μαβίλη, ο οποίος της αφιέρωσε ένα σονέτο του που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δεκατετράστιχα ποιήματά του. 


  • Η θρησκεία και οι αγώνες 

Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν στενά συνδεδεμένοι με θρησκευτικές τελετές και με τη λατρεία του Δία. Εντούτοις δεν είχαν τελετουργικό χαρακτήρα. Αποτελούσαν αυθύπαρκτη οντότητα και απέβλεπαν στην επίδειξη των σωματικών αρετών, τον αθλητικό συναγωνισμό, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων των νέων και την προαγωγή φιλικών σχέσεων μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Βέβαια δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς το γεγονός ότι τελούνταν κάτω από την προστασία των θεών. 

Στην ιερότητα τους όφειλαν οι αγώνες και, ιδιαίτερα, οι Ολυμπιακοί τη μακροζωία τους και τη γνησιότητά τους. Ήταν κοινή η πίστη ότι κάθε αθέμιτο μέσο εκ μέρους των αθλητών, κάθε παράβαση του όρκου τους στρεφόταν εναντίον του θεού, του οποίου φοβόταν την οργή και την εκδίκηση. 
Στην Ολυμπία οι αγώνες παρέμειναν μέχρι το τέλος όπως τους ήθελε ο Δίας και όπως επέβαλε η ιερότητα της τοποθεσίας. Στη θρησκεία όφειλαν οι Ολυμπιακοί αγώνες και το τέλος τους, ισχυρίζονται πολλοί ερευνητές. Οι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν προς τιμή των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους και ήταν κατά βάση θρησκευτικοί. Τέτοιοι ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που διοργανώνονταν χάριν του Ολυμπίου Διός, τα Νέμεα χάριν του Δία πάλι και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, τα Πύθια χάριν του Απόλλωνα στους Δελφούς, και τα Ίσθμια στην Κόρινθο χάριν του Ποσειδώνα. 

 Η ευαρέσκεια των Θεών για τους αγώνες και η παρέμβασή τους με τρόπο αόρατο, αποτέλεσε πίστη που εκφράστηκε και στα ομηρικά έπη. 
Οι θεοί, σύμφωνα με τον Όμηρο, όπως στις μάχες έτσι και στους αγώνες βοηθούν ή εμποδίζουν τους ήρωες. Την ίδια στην ουσία άποψη εκφράζει και ο Πίνδαρος, όταν τοποθετεί την θεϊκή εύνοια και βοήθεια πρώτες ανάμεσα στους τρεις βασικούς παράγοντες της νίκης, στους γνωστούς του επίνικους.


  • Η έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων 

Ακολουθούσε ένα θρησκευτικό τυπικό, που περιλάμβανε προκαθορισμένες τελετές με θυσίες και δεήσεις στο ιερό του Δία. 
Η σημασία της φλόγας και η πανελλήνια εκεχειρία τελούσαν υπό το θεϊκό κύρος. 



Πλήθος αναθηματικών τιμητικών μνημείων και αφιερωμάτων με άμεσες θρησκευτικές αναφορές, ανδριάντες με ενεπίγραφες βάσεις από νικητές αθλητές, οικογένειες και νικήτριες πόλεις, τοποθετούνταν στους περιβόλους του ναού και στους γύρω χώρους του σταδίου. 

Για να έχουμε την πραγματική εικόνα θα πρέπει να φανταστούμε πως θα ήταν, αν σήμερα διοργανώνονταν πανελλήνιοι αγώνες γύρω από κάποιο θρησκευτικό κέντρο, όπου θα συνέρρεαν χιλιάδες θεατών για να προσκυνήσουν τα θεία, να συμμετάσχουν στις τελετές και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, τοποθετώντας γύρω από την εκκλησία τα αφιερώματά τους. 

 Η καθιέρωση των ολυμπιακών αγώνων έδινε την ευκαιρία, επίσης σε Έλληνες ρήτορες και φιλοσόφους να κηρύξουν σε κρίσιμες στιγμές τις ιδέες τους για ένωση όλων των Ελλήνων. 

Ο ρήτορας Γοργίας από τους Λεοντίνους το 338π.χ. Ζήτησε από το πανελλήνιο ακροατήριο εθνική ένωση, ενόψει της απειλής του Περσικού κινδύνου.
 
Ο ρήτορας Λυσίας προειδοποιεί τους έλληνες για τους κινδύνους που εγκυμονούν συχνά οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις. Το 380 στην Ολυμπία τόνισε στους Έλληνες όταν ήταν ανάγκη να θυμηθούν τους κοινούς τους προγόνους τα κοινά ήθη και έθιμα και να προσπαθήσουν να αναπτύξουν νέους τρόπους συνεργασίας. 

  • Κοινωνική και πολιτιστική διάσταση Εκεχειρία 

Η λέξη <<εκεχειρία>>, <<έχω-χείρ>> σημαίνει διακοπή των εχθροπραξιών, ανακωχή. Ήταν ένας θεσμός, που προέβλεπε την αναστολή των εχθροπραξιών για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο άρχιζε με την αναγγελία των Αγώνων. Ο θεσμός αυτός καθιερώθηκε με την ιερή συνθήκη ανάμεσα στους βασιλείς. 

Οι σπονδοφόροι μετέφεραν το μήνυμα της εκεχειρίας ώστε να πρυτανεύσει ό,τι είναι καλό και ευγενικό στην ανθρώπινη φύση. 
Στην αρχή η εκεχειρία διαρκούσε ένα μήνα και αργότερα 3 μήνες. 

Κατά το διάστημα της εκεχειρίας, η κυκλοφορία των αθλητών, των συγγενών και των προσκυνητών από την μια πόλη κράτος στην άλλη ήταν ελεύθερη και ακίνδυνη. 
Οι φίλαθλοι μπορούσαν να ταξιδεύουν άφοβα, για να δουν τους πολυθρύλητους αγώνες και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με ασφάλεια. 
Η προκήρυξη των Αγώνων γινόταν με τους <<σπονδοφόρους >> τους πολίτες της Ηλίας, που στεφανωμένοι με κλαδιά ελιάς και με το ραβδί του κήρυκα στο χέρι διαλαλούσαν από πόλη σε πόλη, σε όλο τον Ελληνισμό το μήνυμα της <<‘ιερής εκεχειρίας>>, για την οποία οι ίδιοι ήταν εγγυητές. 

Κατά την <<‘εκεχειρία>> σταματούσε κάθε εχθροπραξία και επιτρεπόταν ελεύθερα η κυκλοφορία στη χώρα της Ηλείας, που κηρυσσόταν ουδέτερη και απαραβίαστη. Όσοι επρόκειτο να παρακολουθήσουν ή να συμμετέχουν στους Αγώνες, περνούσαν ελεύθερα ακόμη και από χώρες με τις οποίες η πατρίδα τους βρισκόταν σε πόλεμο. 
Επίσης, απαγορευόταν αυστηρά η είσοδος στην Ηλεία οπλισμένου ή ομάδας στρατού. Ακόμη, δεν εκτελούνταν οι θανατικές ποινές. Στο σύνολο της μακρόχρονης ιστορίας των 1.200 περίπου χρόνων των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν ελάχιστες οι φορές που παραβιάστηκε η ιερή <<εκεχειρία>>.

  • Τα Αγωνίσματα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αρχαιότητας περιλάμβαναν ένα σημαντικό αριθμό αγωνισμάτων. Πολλά από αυτά είναι πρόγονοι των σύγχρονων ολυμπιακών αθλημάτων και είχαν όρους και κανόνες όχι άγνωστους στους σύγχρονους αθλητές. 


Τα αρχαία ολυμπιακά αγωνίσματα ήταν τα εξής: 



Αγώνες κηρύκων και σαλπιγκτών 


Ακόντιο 


Άλμα 


Δίσκος 


Δρόμος


Ιππικά αγωνίσματα 


Παγκράτιο


Πάλη 


Πένταθλο



Πυγμή (Πυγμαχία)


  • Το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων

Μετά τον 2ο π.Χ., αιώνα, οπότε καθιερώθηκε η οικουμενικότητα του Ελληνισμού με τον ταυτόχρονο μαρασμό του ελλαδικού χώρου, έσβησε και ο ζήλος των ελληνικών πόλεων να διακριθούν στην άλλοτε ιερή Άλτη. 

Το θρησκευτικό συναίσθημα των αρχαίων Ελλήνων είχε παρακμάσει και οι Αγώνες , εκκοσμικευμένοι , είχαν απολέσει το ζωογόνο ιερό τους στοιχείο.

Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Οι Αγώνες ελέγχονταν πια από τους κατακτητές και τη Ρώμη 

Το 86-80 π.Χ, επί Σύλλα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν το πρώτο μεγάλο πλήγμα, καθώς η 175η Ολυμπιάδα μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Αρκετοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, όπως ο Τιβέριος και ο θετός του γιος Καίσαρας Γερμανικός, έλαβαν μέρος στους αγώνες παρακινούμενοι από την ακτινοβολία τους. 

Η τελευταία άνθηση των αγώνων παρατηρείται επί της βασιλείας των Ρωμαίων Αντωνίνων, οπότε επισκέφτηκε την Ολυμπία και ο περιηγητής Παυσανίας, (δίνει άφθονες πληροφορίες για τους Αγώνες στα «Ηλιακά» του) ανάμεσα στα 160-173 μ.Χ. 

Ήδη από την εποχή εκείνη οι Αγώνες είχαν χάσει τον πανελλήνιο χαρακτήρα τους και ήταν διεθνείς, καθώς συμμετείχαν αθλητές από όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. 

Οι Αγώνες δεν ήταν πια μια αγωνιστική ιεροπραξία μεταξύ των ελληνικών φυλών, ανθρώπων δηλαδή με κοινά στοιχεία γλώσσας, καταγωγής, θρησκευτικής πίστης, ηθών και πολιτισμού. Ήταν μια κοσμική αθλητική συγκέντρωση, υπό το πρίσμα της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης, όπου το αισθητικό στοιχείο είχε κυριαρχήσει του ιερού και το πολιτικό του θρησκευτικού. 
Σύντομα, όταν με την εμφάνιση του χριστιανισμού το ιερό επέστρεψε και κυριάρχησε πάλι του αισθητικού, σ΄ ένα νέο άξονα ισορροπίας, εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή.

Το 393 μ.Χ, έτος της 293ης Ολυμπιάδας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν τη χαριστική βολή από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, που τους κατήργησε μαζί με άλλους αρχαίους αγώνες. 
Η κατάργηση αυτή δεν έγινε απότομα, όπως πιστεύουν πολλοί. Το γεγονός περιβάλλεται από έναν αντιχριστιανικό μύθο, σε σχέση με τα όσα πιστεύουν οι υπερασπιστές των «ελληνικών ιερών», και η κατάργηση θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τους ίδιους τους Αγώνες, αλλά και με τις γενικότερες συνθήκες της εποχής. Ο Θεοδόσιος έδωσε τέλος σε κάτι που είχε απολέσει προ πολλού την εσωτερική του ζωή και που ήταν ουσιαστικά νεκρό, σαν άδειο κέλυφος. 

Έπειτα από χίλια και πλέον χρόνια οι Αγώνες είχαν παρακμάσει
Απόμενε μόνο το φτιασίδωμα της αλλοτινής αίγλης που έδινε ακόμη μια επίφαση ζωής. Ο αρχαίος κόσμος σε αποσύνθεση κατέρρεε. Στη θέση του εμφανίστηκε νέος ο Χριστιανισμός, και κατά συνέπεια παλαιές αξίες καθαιρέθηκαν, αντιπαρατέθηκαν, μετατράπηκαν ή άλλαξαν ριζικά. 
Οι αγώνες ήταν κατά βάση θρησκευτικοί, με αγωνιστικές ιεροπραξίες και τελετουργίες παγανιστικές, που η νέα θρησκεία, λειτουργώντας κι αυτή ανταγωνιστικά για την επικράτηση, δε θα μπορούσε να ανεχτεί. 
Επιπλέον, η εσωτερική πνευματικότητα του Χριστιανισμού της πρώτης εποχής, δεν αντιμετώπιζε το σώμα και τα αθλητικά ιδεώδη όπως η αρχαία θρησκεία. Η κατάσταση του αρχαίου κόσμου ήταν τέτοια, που ο Χριστιανισμός υπήρξε μόνο η αφορμή στο να καταρρεύσει το ετοιμόρροπο οικοδόμημα του.

 Η κατάργηση των Αγώνων ήταν μέρος της αποφασιστικής στάσης του Θεοδόσιου κατά της ειδωλολατρίας». Η απόφαση αυτή που είχε προαναγγελθεί με διάταγμα του 380 μ.Χ., σύμφωνα με τον π. Γ. Μεταλληνό: «ήταν κάτι που επιβλήθηκε από την ιστορική συγκυρία. Όπως είχαν καταντήσει ήδη από τους τελευταίους π.Χ, αιώνες οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η παύση τους το 393 μ.Χ. ήταν η μεγαλύτερη γι΄αυτούς ευεργεσία. 

Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ