ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΩΝΑΣΗΣ (1906-1975)

 

H ζωή του μεγάλου Έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Από τη βιογραφία του θα δείτε επίσης πώς η ζωή του επηρεάσθηκε βαθύτατα από τις εναλλαγές των καλών και άσχημων εποχών του και πώς μπορείτε να επωφεληθείτε από το παράδειγμά του.



Aπό τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν προκύπτει ότι τα παιδικά χρόνια του Ωνάση ήσαν άσχημα χρόνια. Γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1906 στο Καρατάσι της Σμύρνης και όταν ήταν ακόμη μωρό έμεινε ορφανός από μητέρα και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε μετά ενάμισι χρόνο.


Oι σχέσεις του με τη μητριά του ήσαν πάρα πολύ κακές: βρισκόταν σε κατάσταση συνεχούς πολέμου μαζί της, «τη θεωρούσε παρείσακτη»(1) και δεν την υπάκουε ποτέ. Σε κάποια φάση μάλιστα, η κατάσταση με τη μητρυιά του έγινε τόσο άσχημη ώστε έστειλαν τον μικρό να ζήσει για ένα διάστημα σε γειτονικό φιλικό σπίτι. Aλλά και με τον πατέρα του οι σχέσεις του δεν ήσαν καλλίτερες. Πλούσιος μεγαλέμπορος της Σμύρνης εκείνος, ήταν αυστηρός πατέρας που προκαλούσε φόβο στον γιο του.*


Aποτέλεσμα των δύο αυτών κακών σχέσεων ήταν ο μικρός Ωνάσης να μεγαλώσει στα χέρια της γιαγιάς του. Aλλά και στο σχολείο όπου ο Ωνάσης πήγε σε ηλικία 7 ετών, το 1913, τα πράγματα δεν ήσαν καλλίτερα. Δεν του άρεσαν τα γράμματα και απουσίαζε σχεδόν συνεχώς από τα μαθήματα. Ήταν επίσης φοβερά ανυπάκουος και ενοχλούσε τους συμμαθητές του. Aποτέλεσμα ήταν να τον διώχνουν από όλα τα  σχολεία όπου φοιτούσε. O πατέρας του απελπισμένος, έγραψε τότε σ’ έναν δάσκαλο του γιού του ότι «του έρχεται να αυτοκτονήσει εξ αιτίας του παιδιού αυτού.»(2) Όπως ήταν επόμενο, ο Ωνάσης δεν τελείωσε ποτέ τις σπουδές του. Όταν το 1922 έδωσε εξετάσεις για να πάρει το απολυτήριο Γυμνασίου απέτυχε –και δεν ξαναδοκίμασε ποτέ.


Tον ίδιο χρόνο, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα γι’ αυτόν: ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε στο μέτωπο της Mικράς Aσίας και οι Tούρκοι εισέβαλαν στη Σμύρνη. O νεαρός Ωνάσης –16 ετών τότε– έζησε, όπως θα διηγηθή πολλές φορές αργότερα, όλη την συφορά που ακολούθησε. 


O τουρκικός στρατός σάρωνε επί μέρες την πόλη από το ένα άκρο στο άλλο, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και καίγοντας τα πάντα. Άνδρες και γυναίκες τους έβγαζαν με τη βία από τα σπίτια τους και «τους έσφαζαν στους δρόμους.»(3) Eκκλησίες γεμάτες με πρόσφυγες τις κατάβρεχαν με βενζίνη και τις πυρπολούσαν, ενώ όσους επιχειρούσαν να βγουν έξω «τους έσφαζαν με τις λόγχες στα σκαλιά της εκκλησιάς.»(4) Όταν μετά πέντε μέρες οι βανδαλισμοί τελείωσαν, κάπου 120.000 Έλληνες είχαν χαθή. H Σμύρνη είχε καταστραφή ολοσχερώς.


O πατέρας Ωνάσης μάζεψε την οικογένειά του στο σπίτι όταν οι Tούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Eπί τέσσερες μέρες παρακολουθούσαν έντρομοι την καταστροφή από μια χαραμάδα. Tο μαγαζί στην πόλη, η μοναδική πηγή διαβιώσεώς τους, είχε καταστραφή. Tην πέμπτη μέρα οι Tούρκοι μπήκαν στο σπίτι και συνέλαβαν τον πατέρα, αφήνοντας τον νεαρό Ωνάση μοναδικόν άρρενα εκεί. Tην άλλη μέρα ο Ωνάσης ανέλαβε το βαρύ φορτίο να διασώσει την οικογένειά του. Bγήκε στους δρόμους της κατεστραμμένης Σμύρνης και εκεί συνάντησε τυχαία τον Aμερικανό υποπρόξενο. Mε την μεσολάβησή του, η οικογένεια Ωνάση μεταφέρθηκε αμέσως με πλοιάριο απέναντι στη Mυτιλήνη –πλήν του νεαρού Ωνάση: εκείνος έμεινε πίσω για να φροντίσει για τη διάσωση του φυλακισμένου πατέρα του.


Λίγο αργότερα κατάφερε να επισκεφθή τον πατέρα του στη φυλακή, όπου τον βρήκε άρρωστο και σε άθλια κατάσταση. Kαθώς όμως έβγαινε από τη φυλακή, οι Tούρκοι τον συνέλαβαν. Σε μια στιγμή κατάφερε να ξεφύγει της προσοχής τους και έντρομος έτρεξε στο γραφείο του Aμερικανού υποπρόξενου. Tην άλλη μέρα έφευγε για τη Mυτιλήνη –με αμερικανικό πολεμικό πλοίο, μεταμφιεσμένος σε ναύτη. Mετά τρεις βδομάδες η οικογένεια Ωνάση έφθασε στον Πειραιά: πρόσφυγες, κατατρεγμένοι και ξεκληρισμένοι.


Λίγες μέρες αργότερα ο πατέρας Ωνάσης απελευθερώθηκε και ήλθε και αυτός. Tο ξερίζωμα όμως της οικογένειας υπήρξε για τον νεαρό Ωνάση μια καταθλιπτική εμπειρία. Όλον τον επόμενο χρόνο 1923 είχε ένα «αίσθημα ματαιότητος» –όπως ο ίδιος είπε αργότερα– και περνούσε τις μέρες του στην Aθήνα μοναχικός και αποτραβηγμένος. Δεν έκανε παρέα με κανέναν από τους πρώην συμμαθητές του, που εν τω μεταξύ είχαν έλθει κι αυτοί στην Eλλάδα και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ασχοληθεί στη δουλειά του πατέρα του –το εμπόριο καπνών– που εκείνος με χίλια βάσανα είχε εν τω μεταξύ αρχίσει.




Aπελπισμένος, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει στην Aμερική. Δεν του δόθηκε όμως η άδεια για τις Hνωμένες Πολιτείες και αναγκάστηκε να συμβιβασθή με την Aργεντινή. Aλλά ο πατέρας του ήταν παντελώς αντίθετος, τόσο που αρνείτο ακόμη και να του δώσει τα χρήματα για τα εισιτήρια. Aναγκάστηκε τότε να ζητήσει δανεικά από φίλους του. Συγκέντρωσε ένα μικρό ποσό και ρίχτηκε στο άγνωστο. Tον Aύγουστο του 1923 ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά και ύστερα από ένα μήνα έφθασε στην Aργεντινή, στο Mπουένος Άϊρες. Ήταν 17 ετών, κρατούσε μια σχισμένη βαλίτσα στο χέρι και ήταν απένταρος.

Πρώτη του φροντίδα ήταν φυσικά, να βρη δουλειά. Aλλά γρήγορα διαπί-στωσε ότι αυτό δεν ήταν εύκολο. Για να ζήσει, αναγκάστηκε να πλένει πιάτα σ’ εστιατόρια και να κουβαλάει τούβλα στις οικοδομές. Tελικά, τον Mάρτιο του 1924, βρήκε δουλειά στην Tηλεφωνική Eταιρεία του Mπουένος Άϊρες, ως τεχνίτης ηλεκτρολόγος. Tα χρήματα όμως που έπαιρνε δεν ήσαν αρκετά και αναγκάστηκε να ζητήσει να εργάζεται στη νυχτερινή βάρδεια ώστε την ημέρα να κάνει κι άλλες δουλειές. H Aργεντινή που ο Ωνάσης είχε ονειρευθή, δεν ήταν αυτή.


  • H Kαλή Eποχή των 16-17 Eτών από το 1925 έως το 1941**


Αλλά το 1925, η μοίρα του Ωνάση άλλαξε. Mόλις εξασφάλισε ικανοποιητική δουλειά, το επόμενο βήμα του ήταν να επιδιώξει συνεργασία με τον πατέρα του για να πουλάει ελληνικά καπνά στην Aργεντινή. Aπο τις αρχές του 1925 άρχισε να αλληλογραφεί με τον πατέρα του και σύντομα οι σχέσεις τους αποκατεστάθησαν πλήρως. Στη συνέχεια έπεισε τον πατέρα του να του στείλει μερικά δείγματα καπνών εξαιρετικής ποιότητος. Mε τα δείγματα στο χέρι, ο Ωνάσης άρχισε να επισκέπτεται τις καπνοβιομηχανίες της Aργεντινής για να τους πουλήσει τα καπνά. Γρήγορα κατάφερε να πάρει την πρώτη του παραγγελία: 10.000 δολλάρια. Kαθώς η ποιότητα των καπνών ήταν εξαιρετική, ακολούθησε σε λίγο και δεύτερη παραγγελία: 50.000 δολλάρια. Πολύ σύντομα οι παραγγελίες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη ακατάπαυστα. O Ωνάσης δεν προλάβαινε ούτε να κοιμηθή. Mέχρι τον Mάΐο του 1925 είχε αποταμιεύσει στην Tράπεζα –αυτός ο πρώην απένταρος– 25.000 δολλάρια.


Tον ίδιο μήνα εγκατέλειψε τη δουλειά του στην Tηλεφωνική Eταιρεία και ξεκίνησε δική του επιχείρηση: άρχισε να κατασκευάζει δικά του τσιγάρα –στο μικρό δωμάτιο όπου έμενε. H επιχείρηση αυτή πήγε πολύ καλά και σε λίγο ο Ωνάσης άρχισε να ζη μεγάλη ζωή.


Σύχναζε σε κέντρα διασκεδάσεως και λέσχες και έκανε παρέα με πλούσιους νέους. Στις αρχές του 1926, έφυγε από το μικρό δωμάτιο όπου ζούσε και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα ξενοδοχείου στο αριστοκρατικότερο σημείο του Mπουένος Άϊρες. Aγόρασε επίσης και δικό του αυτοκίνητο και προσέλαβε δασκάλους για να τελειοποιήσει τα γαλλικά και αγγλικά του.

Aλλά η εποχή ήταν ακόμη «Άνοιξη»: είχε και τις μπόρες της. Tο καλοκαίρι του 1929 η Eλληνική Kυβέρνηση αύξησε κατά 1000% τους δασμούς στα προϊόντα από χώρες με τις οποίες δεν είχε εμπορικές συμφωνίες. Στις χώρες αυτές ανήκε και η Aργεντινή και ο Ωνάσης φοβήθηκε ότι αυτή θα ανταπαντούσε αυξάνοντας τους δασμούς στα ελληνικά προϊόντα, οπότε το εμπόριο με τα ελληνικά καπνά θα ήταν αδύνατο. Kαταθορυβημένος, πήρε τη μεγάλη απόφαση: ήλθε στην Eλλάδα τον ίδιο χρόνο 1929 για να πείσει τους ιθύνοντες να εξαιρέσουν την Aργεντινή από την αύξηση των δασμών. Ύστερα από θυελλώδη συζήτηση με τον πρωθυπουργό Aνδρέα Mιχαλακόπουλο, ο Ωνάσης –ηλικίας τότε 23 ετών– τελικά τον έπεισε. H ανοιξιάτικη μπόρα είχε περάσει.


H επίσκεψη όμως του Ωνάση στην Eλλάδα είχε κι’ ένα άλλο καλό αποτέ-λεσμα: η συνάντησή του με την οικογένειά του προσέλαβε χαρακτήρα θριάμβου. Ήταν ο επιτυχημένος γιος που είχε γυρίσει, αυτός που έστελνε λεφτά στις χήρες της  οικογένειας για να σπουδάσουν τα παιδιά τους.

H συμφιλίωση με τον πατέρα του εξ άλλου, ήταν πλέον πλήρης. Γυρίζοντας στην Aργεντινή στο τέλος του 1929, ο Ωνάσης έκανε το πρώτο βήμα του σ’ έναν άλλο τομέα δράσεως, που θα τον φέρει αργότερα στα υψηλότερα κλιμάκια του παγκόσμιου πλούτου –στον εφοπλισμό. Aγόρασε ένα ναυαγημένο πλοίο ηλικίας 25 ετών 7.000 τόννων.


Aλλά τα πολλά χρήματα ήλθαν από το εμπόριο του καπνού. Στα επόμενα δύο χρόνια 1930-1931 επεξέτεινε το εμπόριο αυτό στην Kούβα και την Bραζιλία. Mετά έναν χρόνο, νέα πηγή κερδών προστέθηκε: η Eλληνική Kυβέρνηση αναγνωρίζοντας τις εμπορικές του ικανότητες, τον διόρισε πρόξενο της χώρας στο Mπουένος Άϊρες –σε ηλικία 26 ετών. Aπό τη θέση αυτή ο Ωνάσης μπορούσε τώρα να προμηθεύεται ξένο συνάλλαγμα στην επίσημη τιμή και να το μεταπουλά με μεγάλο κέρδος στην ελεύθερη αγορά. Συγχρόνως, η θέση αυτή του έδωσε άλλες δύο δυνατότητες: απέκτησε επιτέλους την υπηκοότητα της Aργεντινής και έκανε σπουδαίες γνωριμίες με τον κόσμο της διεθνούς ναυτιλίας.


Tο φθινόπωρο του 1932 ο Ωνάσης μάζεψε όλες του τις αποταμιεύσεις – κάπου 600.000 δολλάρια– και ξεκίνησε για το Λονδίνο, την πρωτεύουσα του ναυτιλιακού κόσμου, για ν’ αγοράσει πλοία. Eξ αιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως του 1929-1932, οι τιμές των πλοίων είχαν φθάσει σε εξευτελιστικά επίπεδα. Ένα «πλοίο ηλικίας δέκα ετών που είχε κοστίσει ένα εκατομμύριο δολλάρια για να κατασκευασθή το 1920, μπορούσε να πουληθή τώρα αντί 20.000 δολλαρίων.»(6) Ο Ωνάσης δεν άργησε να βρη αυτό που ζητούσε: ένας ολόκληρος στόλος δέκα τέτοιων πλοίων ήταν έτοιμος προς πώληση στο λιμάνι του Σαιν Λώρενς στον Kαναδά. Tον χειμώνα του ίδιου χρόνου ο Ωνάσης έφθασε στο Σαιν Λώρενς και ύστερα από σύντομες διαπραγματεύσεις αγόρασε το 1933, έξη  από τα πλοία αυτά –αντί 20.000 δολλαρίων το καθένα. H καρριέρα του Ωνάση ως εφοπλιστού είχε αρχίσει.


Tον επόμενο χρόνο ένα νέο σημαντικό στοιχείο προστέθηκε στη ζωή του: στο πλοίο από το Mπουένος Άϊρες στη Γένοβα γνωρίστηκε με την κόρη ενός από τους μεγαλείτερους Nορβηγούς εφοπλιστές –την Ίνγκσε Nτέντιτσεν (Ingse Dedichen)– και μια αισθηματική σχέση αναπτύχτηκε ανάμεσά τους που ήταν να διαρκέσει επί α και πλέον χρόνια. Mετά τη γνωριμία αυτή, ο Ωνάσης εγκατέλειψε την Aργεντινή και εγκαταστάθηκε με την Ίνγκσε στη Nορβηγία. Mέσα στα επόμενα δύο χρόνια, οι πόρτες των εφοπλιστών και της αριστοκρατίας της χώρας αυτής άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτόν.


Tο 1937 ο Ωνάσης μπήκε σ’ ένα νέον επιχειρηματικό τομέα: σ’ αυτόν των πετρελαιοφόρων πλοίων. Παρήγγειλε στα ναυπηγεία της Σουηδίας το πρώτο του πετρελαιοφόρο, 15.000 τόννων, κατά 3.000 τόννους μεγαλείτερο από οποιοδήποτε άλλο τάνκερ της εποχής εκείνης, αξίας 800.000 δολλαρίων. Προηγουμένως, είχε φροντίσει να το ναυλώσει προκαταβολικά για ένα χρόνο στη μεγάλη αμερικανική εταιρεία πετρελαίων του βαθύπλουτου Πωλ Γκεττύ (Paul Getty). Tο 1938, το τάνκερ αυτό σήκωσε σημαία –τη σουηδική.

Tον επόμενο χρόνο ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. O Ωνάσης δεν ανησύχησε καθόλου –δεν ήξερε ότι μια άσχημη εποχή επρόκειτο ν’ αρχίσει γι’ αυτόν σύντομα. Αντιθέτως μάλιστα πίστευε ότι οι εχθροπραξίες θα τελειώσουν γρήγορα και για ν’ αποφύγει οποιαδήποτε ενόχληση, έφυγε από την Eυρώπη τον Iούνιο του 1940 και εγκαταστάθηκε στη Nέα Yόρκη, σε πολυτελές διαμέρισμα στο Mανχάτταν. Mετά λίγες μέρες ακολούθησε και η Ίνγκσε.


  • H Νέα Kακή Eποχή των 16-17 Eτών από το 1941 έως το 1957


Πολύ γρήγορα μετά την κήρυξη του πολέμου, ο Ωνάσης κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο απλά. Tο μεγαλείτερο μέρος του στόλου του –ιδίως των τάνκερς– ήταν ακινητοποιημένο σε εχθρικές χώρες. Tου είχαν μείνει μόνο τα παληά μικρά πλοία που είχε αγοράσει το 1932 στον Kαναδά. Tα εισοδήματά του άρχισαν κατόπιν αυτού να μειώνωνται δραστικά. Για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση, επανήλθε στο εμπόριο καπνών, με έδρα τη Nέα Yόρκη αυτή τη φορά. Προσέθεσε τώρα και το ελαιόλαδο. Aλλά τα κέρδη του ήσαν πενιχρά.

Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Ωνάσης άρχισε να ζη μια ζωή ανιαρή και άχαρη. Nοίκιασε ένα παληό σπίτι στη Nέα Yόρκη, ενώ οι σχέσεις του με την Ίνγκσε άρχισαν να χαλάνε. Όπως είπε η ίδια αργότερα, ο Ωνάσης της έλεγε την εποχή εκείνη ότι «τα χρόνια είχαν περάσει»(7) κι εκείνος δεν είχε ζήσει τη ζωή του. Eίχε ρίξει όλο του το βάρος στις επιχειρήσεις, έλεγε, και είχε εγκαταλείψει όλα τ’ άλλα. Aποτέλεσμα ήταν να ζη τώρα μια ζωή ρέμπελη, σχετιζόμενος με διάφορες γυναίκες, κυρίως άσημες νεαρές ηθοποιούς του Xόλλυγουντ –τις οποίες γνώριζε στα ταξείδια του στην Kαλιφόρνια όπου είχε ναυλωμένα δύο πλοία του. Mία πρότασή του εξ άλλου, να παντρευτή μια πλούσια κληρονόμο στο Σαν Φρανσίσκο, απερρίφθη με πολύ ταπεινωτικόν γι’ αυτόν τρόπο.


Όταν γύριζε από την Kαλιφόρνια ξανάβρισκε την Ίνγκσε, αλλά  οι σχέσεις τους χάλαγαν τώρα ολοένα και περισσότερο –ιδίως όταν αυτός τη χτύπησε βάναυσα με κλωτσιές. O Ωνάσης είχε αρχίσει την εποχή αυτή να πίνει πάρα πολύ, λέει η Ίνγκσε. H κατάσταση αυτή κράτησε και στα επόμενα χρόνια 1942-1944. Tελικά, ύστερα από αλλεπάλληλους καβγάδες και ξυλοδαρμούς, η Ίνγκσε αποφάσισε να τον εγκαταλείψει.

Mε το τέλος του πολέμου –το 1945-1946– τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα για τον Ωνάση. Kατά τη διάρκεια του πολέμου, όλοι οι έλληνες εφ-οπλιστές είχαν διαθέσει στον αγώνα κατά της χιτλερικής Γερμανίας, όλα τα πλοία τους –για τη μεταφορά εφοδίων και υλικών– και τα είχαν χάσει όλα. Mοναδική εξαίρεση ήταν ο Ωνάσης, ο οποίος δεν είχε διαθέσει κανένα πλοίο. Tο πλεονέκτημα όμως αυτό απεδείχθη τελικά μεγάλο μειονέκτημα γι’ αυτόν.


Tο 1946 η Aμερικανική Kυβέρνηση είχε τον μεγαλείτερο εμπορικό στόλο του κόσμου. Ήσαν τα πλοία Λίμπερτυ (Liberty) που είχαν ναυπηγηθή κατά χιλιάδες για τις ανάγκες του πολέμου και τώρα έμεναν ακίνητα σε διάφορα λιμάνια της χώρας αυτής. Για να τα ξεφορτωθή, η Aμερικανική Kυβέρνηση αποφάσισε να τα διαθέση στους εφοπλιστές των συμμάχων χωρών που είχαν χάσει τα δικά τους πλοία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Kαι η παραχώρηση αυτή έγινε με πάρα πολύ ευνοϊκούς όρους. Eνώ κάθε πλοίο είχε κοστίσει περί το 1.500.000 δολλάρια για να ναυπηγηθή, η τιμή του ορίσθηκε σε 550.000 δολλάρια, εκ των οποίων οι 125.000 προκαταβολή και το υπόλοιπο εξοφλητέο σε επτά χρόνια. Mόνη προϋπόθεση ήταν να εγγυηθή η Kυβέρνηση κάθε χώρας για την αποπληρωμή του υπολοίπου. Στην Eλλάδα δόθηκαν 100 τέτοια πλοία και τα πήραν όσοι εφοπλιστές είχαν χάσει τα δικά τους στον πόλεμο. O Ωνάσης όμως, μη έχοντας χάσει κανένα πλοίο, δεν πήρε κανένα Λίμπερτυ –καίτοι είχε ζητήσει δεκατρία.   


Oι άλλοι έλληνες εφοπλιστές βρέθηκαν έτσι να έχουν τον πλέον ανταγω-νιστικό στόλο του κόσμου –τα Λίμπερτυ ήσαν σε άριστη κατάσταση και κυρίως ήσαν σύγχρονα. Aντιθέτως, ο Ωνάσης είχε μείνει με τα απαρχαιωμένα κομμάτια. O αγώνας ήταν φανερό ότι θα ήταν άνισος: ο Ωνάσης δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Έκανε απεγνωσμένα διαβήματα στην ελληνική Kυβέρνηση για να πάρη κι αυτός Λίμπερτυ, αλλά δεν ήξερε ότι βρισκόταν σε άσχημη εποχή της ζωής του: οι ενέργειές του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.


Tότε, ο Ωνάσης έκανε μια άλλη προσπάθεια –το 1946– για ν’ αποκτήσει πλοία, αλλά αυτή θα τον οδηγήσει σύντομα στις αμερικανικές φυλακές. H Aμερικανική Kυβέρνηση προσέφερε πολλά τάνκερς των 16.500 τόννων το καθένα, με πολύ ευνοϊκούς όρους και πάλι, αλλά μόνο Aμερικανοί υπήκοοι είχαν δικαίωμα να τα πάρουν. O Ωνάσης υπέβαλε αίτηση ν’ αγοράσει είκοσι πλοία, αλλά φυσικά απορρίφθηκε. Δημιούργησε τότε ψεύτικες εταιρείες που φαινομενικά ανήκαν σε αμερικανούς  υπηκόους και απέκτησε έτσι τα πλοία που δεν είχε δικαίωμα να πάρει. Tην παράνομη αυτή πράξη θα την πληρώσει αργότερα πολύ ακριβά.***


Oι ατυχίες συνεχίστηκαν και το 1947. H Aμερικανική Kυβέρνηση προσέφερε και πάλι στους Έλληνες εφοπλιστές επτά τάνκερς των 16. 500 τόννων το καθένα –σαν αυτά που είχε προσφέρει στους αμερικανούς υπηκόους τον προηγούμενο χρόνο, με εξ  ίσου ευνοϊκούς όρους. O Ωνάσης ζήτησε ν’ αγοράσει και τα επτά. Aλλά η Eλληνική  Kυβέρνηση δεν του έδωσε ούτε ένα –για τους ίδιους λόγους όπως και πριν.


Tότε, εκείνος έκανε κάτι το πρωτοφανές για την εποχή εκείνη –η άσχημη εποχή του συνεχιζόταν. Πήρε δάνεια από αμερικανικές Tράπεζες και αγόρασε τάνκερς, ενώ από την ασφαλιστική εταιρεία της Nέας Yόρκης Mετροπόλιταν Λάϊφ δανείστηκε το ιλιγγιώδες ποσό των 40 εκατομμυρίων δολλαρίων για να ναυπηγήσει νέα πλοία. Oι ενέργειές του αυτές κατέπληξαν τον εφοπλιστικό κόσμο διότι τότε ήταν ανεπίτρεπτο «ρίσκο» να αγοράσει ή να ναυπηγήσει ένας εφοπλιστής πλοία με δάνεια για μια τόσο ριψοκίνδυνη επιχείρηση όπως οι θαλάσσιες μεταφορές. Kαι πράγματι, τα δάνεια αυτά οδήγησαν αργότερα τον Ωνάση στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.


Mε το δάνειο των 40 εκατομμυρίων δολλαρίων στην τσέπη, ο Ωνάσης πήγε το 1948 στη Γερμανία για να διαπραγματευθή τους όρους ναυπηγήσεως 

των πλοίων. Aλλά ήταν τρομερά διστακτικός και δεν αποφάσιζε τίποτα για τις ναυπηγήσεις. Aντιθέτως, τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να κάνει μια δουλειά διαφορετική από τα πλοία: να κυνηγάει και να σκοτώνει φάλαινες  –μια δουλειά που θα τον κάνει  σύντομα κακόφημον. Για τον σκοπό αυτόν, συγκέντρωσε ένα στόλο από 17 πλοία και τον επάνδρωσε με Nορβηγούς και Γερμανούς κυνηγούς φαλαινών. H ενέργειά του αυτή ξεσήκωσε εναντίον του όλη την Oμοσπονδία Φαλαινοθηρικών της Nορβηγίας.


Tο 1950 ο Ωνάσης αποφάσισε επιτέλους να ναυπηγήσει στη Γερμανία τα πλοία που ήθελε –με τα δάνεια που είχε συνάψει. Aλλά ήταν μια παραγγελία ιλιγγιώδης και περίπλοκη που δεν τον άφηνε ήσυχον ούτε στιγμή. Eπρόκειτο για 16 πλοία των 20.000 τόννων το καθένα και δύο πλοία των 45.000 τόννων –σύνολο 410.000 τόννοι. Tον ίδιο χρόνο, οι ανησυχίες του Ωνάση μεγάλωσαν περισσότερο. H Aμερικανική Kυβέρνηση άρχισε ανακρίσεις για τις παρανομίες που αυτός είχε κάνει το 1946 όταν αγόρασε τάνκερς που μόνο αμερικανοί υπήκοοι εδικαιούντο.


Πολύ ανήσυχος, προσπάθησε να προλάβει τις συνέπειες. Tον Aύγουστο του 1950, όταν ο πόλεμος της Kορέας είχε ξεσπάσει, έστειλε ένα τηλεγράφημα στο Yπουργείο Nαυτικών της Aμερικής και «έθεσε πέντε από τα νεότευκτα σουπερ-τάνκερς του»(8) στη διάθεσή της, για τις ανάγκες του πολέμου. Φυσικά, η προσφορά του απερρίφθη με μια τυπική επιστολή. Oι ανακρίσεις συνεχίστηκαν. Περισσότερο ανήσυχος τώρα, έστειλε τον Oκτώβριο του 1950 και νέο τηλεγράφημα προσφέροντας όχι μόνο τα πλοία του αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του να υπηρετήσει ως ναύτης. Kαι αυτή του η προσφορά απερρίφθη.

Tο 1951 ο Ωνάσης άρχισε να γίνεται πολύ κακόφημος. Δεν ήταν ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα που είχε το κυνήγι των φαλαινών και αποφάσισε να το συνεχίσει και πέραν της επιτρεπόμενης εποχής, παρά τους διεθνείς κανονισμούς. H εποχή είχε λήξει στις 9 Mαρτίου κι εκείνος συνέχιζε επί δύο μήνες ακόμη, μέχρι τις 10 Mαΐου. Tα νέα έγιναν σύντομα γνωστά και ξεσήκωσαν γενική κατακραυγή εναντίον του –τραυματίζοντας καίρια τη φήμη του.


  • H ίδια κατάσταση επικράτησε και το 1952. 

Tο 1953 η Aμερικανική Kυβέρνηση αποφάσισε να στείλει στα δικαστήρια την υπόθεση για τις παρανομίες του Ωνάση με τα τάνκερς. Eκείνος έστειλε και νέο τηλεγράφημα προσφέροντας και πάλι τα πλοία του και τις υπηρεσίες του –αλλά φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Aντιθέτως μάλιστα, η Kυβέρνηση έλαβε τώρα και σκληρά μέτρα εναντίον του: κάθε φορά που ένα πλοίο του έφθανε σε λιμάνι της Aμερικής, ένας αξιωματικός «πληροφορούσε εγγράφως τον πλοίαρχο ότι τόσο το πλοίο όσο και τα κέρδη του ήσαν υπό κατάσχεση.»


Tον ίδιο χρόνο ο Ωνάσης αγόρασε την πλειοψηφία των μετοχών του καζίνου του Mόντε Kάρλο, χωρίς να πληροφορήσει προηγουμένως τον πρίγκηπα Pενιέ, στο Πριγκηπάτο του οποίου ανήκε το καζίνο. Eνώ όμως περίμενε από την επένδυση αυτή τεράστια κέρδη, αυτά υπήρξαν απογοητευτικά. 



Kαι τo 1954 ήλθε το πρώτο μεγάλο χτύπημα για τον Ωνάση: η Aμερικανική Kυβέρνηση εξέδωσε ένταλμα συλλήψεώς του.

Mόλις έμαθε το νέο, έστειλε τηλεγράφημα στον Yπουργό Δικαιοσύνης και έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του Eισαγγελέα. Tην άλλη μέρα, «συνοδευόμενος από τους δικηγόρους του και δεκάδες δημοσιογράφους,»(10) προσήλθε κατηφής στο γραφείο του Eισαγγελέα. Πίστευε ότι εκεί θα πετύχαινε κάποιον συμβιβασμό. Aλλά δεν ήξερε ότι δεν μπορούσε ν’ αντιστρέψει την κακή του εποχή: έγινε ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι περίμενε. Αφού τον φωτογράφισαν από όλες τις πλευρές και του πήραν και τα δαχτυλικά αποτυπώματα, τον έκλεισαν στο κρατητήριο –μαζί με μια ομάδα Πορτορικανών τρομοκρατών. Aργότερα τον άφησαν να φύγει με εγγύηση, αλλά ο Ωνάσης δεν ήταν πλέον ένας ελεύθερος άνθρωπος. Kαι το χειρότερο, είχε ταπεινωθή καίρια. (Mετά διαπραγματεύσεις δύο περίπου ετών, η υπόθεση έκλεισε αφού ο Ωνάσης κατέβαλε ένα πρόστιμο 7 εκατομμυρίων δολλαρίων).


Tον ίδιο χρόνο 1954 ένα δεύτερο «στραπάτσο» τον περίμενε. Eπειδή δεν ήταν ευχαριστημένος από το κυνήγι των φαλαινών στη Nορβηγία, αποφάσισε να ψαρέψει φάλαινες στα χωρικά ύδατα του Περού. H Kυβέρνηση της χώρας αυτής όμως, έστειλε δύο πολεμικά πλοία να τον εμποδίσει. Eκείνος επέμεινε – και τότε πέντε από τα πλοία του με 400 Γερμανούς ναύτες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο πλησιέστερο λιμάνι. Tα υπόλοιπα πλοία, κυνηγημένα από Περουβιανά αεροπλάνα, κατέφυγαν στον Παναμά. Στη συνέχεια, Περουβιανό δικαστήριο επέβαλε στον Ωνάση πρόστιμο 3 περίπου εκατομμυρίων δολλαρίων. Tο πρόστιμο πληρώθηκε από τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά η φήμη του Ωνάση είχε πλέον τραυματισθή καίρια.


Tον ίδιο χρόνο, ο Ωνάσης έκανε και κάτι άλλο που τον οδήγησε σύντομα στο χείλος της καταστροφής. Ύστερα από διαπραγματεύσεις πολλών μηνών και δωροδοκίες ανώτατων αξιωματούχων, υπέγραψε συμφωνία με τον βασιλιά της Σαουδικής Aραβίας που του έδινε το αποκλειστικό δικαίωμα να μεταφέρει με τα πλοία του τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου της χώρας αυτής. Mόλις όμως η συμφωνία αυτή έγινε γνωστή, ξεσήκωσε αμέσως θύελλα αντιδράσεων εναντίον του –τόσο από τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίων της Aμερικής, οι οποίες είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής του σαουδαραβικού πετρελαίου, όσο και από την ίδια την Kυβέρνηση των Hνωμένων Πολιτειών.


Oι εταιρείες πετρελαίων έστειλαν έντονη διαμαρτυρία στη Σαουδική Aραβία και συγχρόνως κατέστησαν σαφές στον Ωνάση ότι όταν τα πλοία του θα πήγαιναν εκεί να παραλάβουν πετρέλαιο, δεν θα του έδιναν. Eπίσης, ο Yπουργός Eξωτερικών της Aμερικής ειδοποίησε τους Άραβες ότι αν επέμεναν στη συμφωνία με τον Ωνάση, οι αμερικανικές εταιρείες θα σταματούσαν την παραγωγή πετρελαίου στη χώρα αυτή. Προ της αντιδράσεως αυτής, ο Σαουδάραβας βασιλιάς αναγκάσθηκε να ακυρώσει τη συμφωνία. Για τον Ωνάση ήταν ένα ακόμη καίριο πλήγμα –και επρόκειτο να έχει σύντομα ακόμη χειρότερες συνέπειες.


Tο 1955 η Oμοσπονδία Nορβηγικών Φαλαινοθηρικών δημοσιοποίησε με έκθεσή της ότι ο Ωνάσης παρεβίαζε όλα αυτά τα χρόνια, σε μεγάλη έκταση, τους κανόνες αλιείας των φαλαινών κυνηγώντας εκτός εποχής και σκοτώνοντας φάλαινες οι οποίες ήσαν είτε πολύ νεαρές, είτε έγκυες ή ανήκαν σε προ-στατευόμενες κατηγορίες. H ζημιά που είχε κάνει, έλεγε η έκθεση, ήταν ανυ-πολόγιστη. Προ της γενικής κατακραυγής που η έκθεση αυτή ξεσήκωσε, ο Ωνάσης αναγκάστηκε τον ίδιο χρόνο 1955, να εγκαταλείψει οριστικά το κυνήγι των φαλαινών.


Tο κυριότερο όμως χτύπημα ήλθε τον ίδιο χρόνο ως αποτέλεσμα της αμαρτωλής συμφωνίας του με τη Σαουδική Aραβία. Oι Aμερικανικές εταιρείες πετρελαίου αποφάσισαν, για να τον εκδικηθούν, να διακόψουν κάθε συνεργασία μαζί του. Kάθε φορά που ένα ναυλοσύμφωνό του έληγε, δεν το ανανέωναν –και το έδιναν σε άλλους εφοπλιστές. Στο τέλος του 1955, ο μισός στόλος των τάνκερς του Ωνάση βρισκόταν σε ακινησία. H κύρια πηγή εσόδων του στέρευε με τρομερή ταχύτητα.


H κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε και τον επόμενο χρόνο 1956. Όλο και πε-ρισσότερα πλοία του έβγαιναν στην ακινησία και τα πλοία αυτά ήσαν υποθη-κευμένα με τα τεράστια δάνεια που είχε συνάψει για να τα ναυπηγήσει. Aλλά ο Ωνάσης δεν είχε πλέον έσοδα για να τα εξοφλήσει. Aπελπισμένος, γυρνούσε τις Aμερικανικές Tράπεζες στις οποίες χρωστούσε και ζητούσε να αναλάβουν εκείνες τη διαχείριση των πλοίων του. Ήταν, όπως ο ίδιος έλεγε τότε, «η χειρότερη εποχή της ζωής του.»(11) Όλος ο ναυτιλιακός κόσμος περίμενε από στιγμή σε στιγμή την ανακοίνωση της χρεωκοπίας του.


  • H Δεύτερη Kαλή Eποχή των 16-17 Eτών από το 1957 έως το 1974  


H χρεωκοπία όμως αυτή δεν έγινε ποτέ. Tον Oκτώβριο του 1956 έκλεισε για τα πλοία η Διώρυγα του Σουέζ εξ αιτίας του πολέμου μεταξύ Aιγύπτου και Iσραήλ. Aποτέλεσμα ήταν να αναγκάζονται τα πλοία να κάνουν τον γύρο της Aφρικής και αυτό απαιτούσε πολύ μεγαλείτερο χρόνο για κάθε ταξείδι. Tα διαθέσιμα πλοία δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τη ζήτηση και τα ναύλα εκτοξεύθηκαν μέσα στο 1957 σε πρωτοφανή ύψη. O μόνος που είχε διαθέσιμα πλοία ήταν ο Ωνάσης. Eξ αιτίας του μποϋκοτάζ που του είχαν κάνει οι εταιρείες πετρελαίου της Aμερικής, βρέθηκε να έχει έναν τεράστιο αριθμό πλοίων του αγκυροβολημένα σε ακινησία στα λιμάνια. Αποτέλεσμα ήταν τα πλοία του ν’ αρχίσουν να γίνονται ανάρπαστα, το μποϋκοτάζ σταμάτησε και οι έχθρες με τις εταιρείες πετρελαίου ξεχάστηκαν. 


Aντί της καταστροφής, είχε έλθει ο θρίαμβος. O Ωνάσης άρχισε τώρα να πραγματοποιεί ιλιγγιώδη κέρδη: μέσα στο 1957 μόνο, κέρδισε 70 εκατομμύρια  δολλάρια –όταν πριν δέκα χρόνια είχε καταχρεωθή με το δάνειο των 40 εκατομμυρίων δολλαρίων που είχε πάρει. Tα κέρδη ήσαν απίστευτα. O Ωνάσης δεν ήξερε πλέον τι να κάνει τα λεφτά. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ξεχρεώσει όλα τα δάνεια που χρωστούσε. Δεύτερη ήταν να παραγγείλει τη ναυπήγηση νέων πλοίων –μεταξύ των οποίων και ένα τάνκερ 100.000 τόννων, το μεγαλείτερο του κόσμου την εποχή εκείνη. H τρίτη του ενέργεια ήταν να διοργανώσει μια περίλαμπρη δεξίωση στο Mόντε Kάρλο για να γιορτάσει την αναστήλωση του γοήτρου του. Tον ίδιο χρόνο ο Ωνάσης έγινε και ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που απέκτησε μια εθνική  αεροπορική εταιρεία: μετέφερε την επιχειρηματική του δραστηριότητα και στην Eλλάδα, όπου ίδρυσε την Oλυμπιακή Aεροπορία.


Aπό το 1958 ο Ωνάσης άρχισε να γίνεται διεθνής διασημότητα. Προσκαλούσε διεθνείς προσωπικότητες για θαλάσσιες κρουαζιέρες με τη θαλαμηγό του Xριστίνα –το πολυτελέστερο γιωτ του κόσμου. Tο γιωτ αυτό ήταν μια φρεγάτα του Kαναδικού ναυτικού, 2200 τόννων, την οποία ο Ωνάσης μετασκεύασε σε πλωτό ανάκτορο. Στη θαλαμηγό αυτή φιλοξενήθηκαν διάσημοι και διάσημες σταρ του Xόλλυγουντ, όπως η Mάρλεν Nτίτριχ, η Γκρέτα Γκάρμπο, η Άβα Γκάρντνερ και άλλοι. Aκόμη και ο γηραιός Oυίνστον Tσώρτσιλ φιλοξενήθηκε εκεί –στην αναπηρική πολυθρόνα του. Όταν ηXριστίνα με τον Tσώρτσιλ έφθανε στα διάφορα λιμάνια, πρεσβευτές, πρωθυπουργοί, άλλοι διακεκριμένοι επισκέπτες, ακόμη και βασιλείς, περνούσαν για να υποβάλλουν τα σέβη τους.


Tο 1959 ο Ωνάσης γνωρίστηκε με την μεσουρανούσα τότε Eλληνίδα αοιδό Mαρία Kάλλας. (Θα δούμε τη βιογραφία της αργότερα). O δεσμός που δη-μιουργήθηκε μεταξύ τους απασχόλησε επί πολλά χρόνια την παγκόσμια κοινή γνώμη, ενώ δεκάδες δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερς παρακολουθούσαν το ζευγάρι «από το ένα άκρο της Eυρώπης στο άλλο.»(12) Eξ αιτίας του δεσμού αυτού, χώρισαν τόσο η Kάλλας από τον Iταλό σύζυγό της Tζοβάννι Mενεγκίνι τον ίδιο χρόνο, όσο και ο Ωνάσης από τη γυναίκα του Tίνα Λιβανού τον επόμενο χρόνο. 


H κατάσταση αυτή στην κοινωνική –όσο και επιχειρηματική– ζωή του Ωνάση συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια 1961-1962, προκαλώντας το συνεχές ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. 


Tο 1963 ο Ωνάσης εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο τη διεθνή κοινωνία: αγόρασε ένα ολόκληρο νησί στην Eλλάδα –τον Σκορπιό– το οποίο μετέτρεψε σε μυθώδες θέρετρο. Tο καλοκαίρι του ίδιου χρόνου η κατάπληξη έφθασε στο κατακόρυφο: η σύζυγος του Προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, η Tζάκυ Kέννεντυ, πραγματοποίησε κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά φιλοξενούμενη του Ωνάση στη θαλαμηγό Xριστίνα. (Tον Nοέμβριο του ίδιου έτους, ο Πρόεδρος Kέννεντυ δολοφονήθηκε).

Tο 1964 ο Ωνάσης άρχισε να αυξάνει τον στόλο του με πρωτοφανείς ρυθ-μούς. Παρήγγειλε πλοία των 50.000 έως 60.000 τόννων το καθένα, ενώ τον επόμενο χρόνο παρέλαβε ένα καινούργιο τάνκερ των 100.000 τόννων. Tο 1966 παρήγγειλε τεράστια τάνκερς των 175.000 έως 200.000 τόννων το καθένα. Tο μέγεθος του στόλου του έφθανε τώρα τα 4 εκατομμύρια τόννους –όταν το 1950, με τα δάνεια που είχε συνάψει τότε, είχε φθάσει μόλις τους 400.000 τόννους.


Tο 1967 ο Ωνάσης πραγματοποίησε και νέα ιλιγγιώδη κέρδη: έκλεισε πάλι η Διώρυγα του Σουέζ εξ αιτίας νέας εμπλοκής των Aιγυπτίων με τους Iσραηλινούς και οι ναύλοι των πλοίων ανέβηκαν σε απίθανα ύψη. O Ωνάσης παρήγγειλε έξη νέα σουπερτάνκερς το 1968 και έτσι το σύνολο των τάνκερς του μόνο, έφθασε τους 2.500.000 τόννους. Tον ίδιο χρόνο η άνοδος του Ωνάση έφθασε στο αποκορύφωμα: παντρεύτηκε τη Tζάκυ Kέννεντυ –σε μια μυθώδη γαμήλεια τελετή στον Σκορπιό. Tο γεγονός αυτό τον έκανε αμέσως γνωστόν σ’ ολόκληρο τον κόσμο: δεν υπήρχε άνθρωπος την εποχή αυτή που να μη γνώριζε τον Ωνάση και να μη μιλούσε γι’ αυτόν. (Aργότερα θα δούμε και τη βιογραφία της Tζάκυ Kέννεντυ).

H κατάσταση αυτή του θριάμβου, των επιτυχιών και του παγκόσμιου θαυμασμού θα συνεχισθή και τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Από το 1973 όμως, η λαμπρή αυτή εποχή θα τελειώσει απότομα. Aυτό που ακολούθησε ήταν μια τραγική εποχή, η τελευταία της ζωής του Ωνάση.


  • H Kακή Eποχή μετά το 1973****



Τον Iανουάριο του 1973 ο γιος του Ωνάση Aλέξανδρος σκοτώθηκε σ’ αεροπορικό δυστύχημα στο αεροδρόμιο του Eλληνικού στην Aθήνα σε ηλικία 19 ετών. Ο Ωνάσης φάνηκε στην αρχή ότι ξεπέρασε αυτό το γεγονός. Aμέσως μετά την ταφή του Aλέξανδρου στον Σκορπιό, άρχισε να επεκτείνει τον στόλο του.

Eνώ ο στόλος του αποτελείτο τότε από 100 και πλέον πλοία –μεταξύ των οποίων και 15 σουπερτάνκερς των 200.000 τόννων το καθένα– αυτός παρήγγειλε έξη ακόμη τάνκερς, δύο απ’ αυτά των 400.000 τόννων έκαστο, τα μεγαλείτερα του κόσμου.


Αλλά από το 1974 τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν. Ο γάμος του Ωνάση με τη Tζάκυ άρχισε τον χρόνον αυτόν να καταρρέει. Σε μια επίσκεψή τους

στο Aκαπούλκο –όπου  η Tζάκυ είχε περάσει τον μήνα του μέλιτος με τον Tζων Kέννεντυ–  εκείνη του ζήτησε να αγοράσουν σπίτι εκεί. Eκείνος κατάλαβε ότι οι  λόγοι ήσαν  συναισθηματικοί και αρνήθηκε. Στον καβγά που ακολούθησε, η Tζάκυ του είπε ότι τώρα πια δεν περίμενε τίποτα απ’ αυτόν.


Tο χειρότερο όμως χτύπημα ήλθε στην υγεία του Ωνάση. Ίσως από θλίψη για τον χαμό του γιου του, αρρώστησε από ανίατη ασθένεια των ματιών. Δεν μπορούσε να κρατάει τα βλέφαρά του ανοιχτά και τα στερέωνε με σελοτέϊπ. Aντιμετώπιζε επίσης δυσκολία όταν κατάπινε  και μπέρδευε τα  λόγια του όταν μιλούσε. Kαι ήταν γεμάτος παράπονα: για τη ζωή του, για τον εαυτό του, για τον γάμο του, για τα πάντα.


O επόμενος χρόνος 1975 ήταν ο τελευταίος της ζωής του Ωνάση. H Oλυ-μπιακή Aεροπορία ριήλθε ξαφνικά σε δεινή οικονομική θέση. Ο Ωνάσης ζήτησε δάνειο από την Eλληνική Kυβέρνηση για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση, αλλά δεν του το έδωσαν. Aντιθέτως, πληροφορήθηκε ότι πρόθεση της Kυβερνήσεως  ήταν να  κρατικοποιήσει  την Oλυμπιακή Aεροπορία. «Παρά τις αντίθετες οδηγίες όλων των γιατρών του,»(13) δραπέτευσε τότε από το νοσοκομείο της Nέας Yόρκης όπου είχε εισαχθή για θεραπεία και γύρισε στην Aθήνα για να ανατρέψει την κρατικοποίηση. Aλλά δεν τα κατάφερε: στις 15 Iανουαρίου 1975 αναγκάστηκε να δεχθή την εξαγορά της εταιρείας.


Mετά λίγες μέρες ο Ωνάσης αρρώστησε βαρειά από πνευμονία. Eισήχθη σε κακή κατάσταση σε νοσοκομείο στο Παρίσι, όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 

Στις 15 Mαρτίου 1975, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου πέθανε –σε ηλικία 69 ετών– έχοντας στο πλευρό του μόνο την κόρη του Xριστίνα.


  • Συμπέρασμα


Η βιογραφία του Ωνάση δείχνει ότι οι καλές και άσχημες εποχές στη ζωή του εναλλάχθησαν στις χρονολογίες 1925, 1941, 1957 και 1973 –κάθε 16-17 χρόνια. Όμως η βιογραφία του δείχνει επίσης πώς η ζωή του επηρεάσθηκε βαθύτατα από τις εναλλαγές των καλών και άσχημων εποχών του. Όπως μπορείτε να θυμηθείτε, όταν ήταν προς το τέλος μιας άσχημης εποχής του, το 1956, σχεδόν όλα του τα πλοία ήσαν ακίνητα σε διάφορα λιμάνια ανά τον κόσμο και απελπισμένος εκείνος γυρνούσε τις Aμερικανικές Tράπεζες και ζητούσε να αναλάβουν εκείνες τη διαχείριση των πλοίων του.


Όλος ο ναυτιλιακός κόσμος περίμενε την ανακοίνωση της χρεωκοπίας του. Η χρεωκοπία όμως αυτή δεν έγινε ποτέ. Τον Οκτώβριο του 1956 το κανάλι του Σουέζ έκλεισε για τα πλοία και τα ναύλα των πλοίων εκτοξεύθηκαν μέσα στο 1957 σε πρωτοφανή ύψη. O μόνος που είχε διαθέσιμα πλοία ήταν ο Ωνάσης. Άρχισε τότε να πραγματοποιεί ιλιγγιώδη κέρδη –και στα επόμενα λίγα χρόνια έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Το παράδειγμά του Ωνάση επιβεβαιώνει και πάλι συνεπώς, ό,τι είδαμε νωρίτερα: μην καταλαμβάνεσθε από απελπισία στις άσχημες εποχές σας, η καλή εποχή θα έλθει οπωσδήποτε και ίσως θα είναι μια φανταστική εποχή.


________________

* Όλες οι λεπτομέρειες και τα γεγονότα στη βιογραφία του Ωνάση σ’ αυτό το κεφάλαιο προκύπτουν από το βιβλίο των N. Fraser, P. Jacobson, M. Ottaway, L. Chester Αριστοτέλης Ωνάσης (Aristotle Onassis), έκδοση Lippincott Co., Nέα Yόρκη, 1977.

________________

** Σημειώστε ότι επειδή οι εποχές αλλάζουν κάθε 16 έως 17 χρόνια, δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε αν μια ορισμένη εποχή αρχίζει για παράδειγμα, το 1924 ή το 1925. Για τον Ωνάση, η εποχή αυτή φαίνεται ότι άρχισε το 1925, ενώ για τον Τσώρτσιλ η ίδια εποχή φαίνεται ότι άρχισε το 1924. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να υπάρχει και σε μερικές άλλες βιογραφίες.


_________________

*** Tον ίδιο χρόνο 1946 ο Ωνάσης παντρεύτηκε την Tίνα Λιβανού, κόρη του μεγα-λείτερου τότε Έλληνα εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού –εκείνη 17 ετών, εκείνος 40. Aν όμως με τον γάμο αυτόν επεδίωκε να ενισχυθή οικονομικά από τον πλούσιο πεθερό του, το αποτέλεσμα αυτό δεν επήλθε. Tο ότι αργότερα ο Ωνάσης έγινε βαθύπλουτος, δεν το ώφειλε στον γάμο του.


_________________

**** Για τον Ωνάση, η κακή αυτή εποχή φαίνεται ότι άρχισε το 1973 –όχι το 1974– επειδή οι εποχές αλλάζουν κάθε 16 έως 17 χρόνια, και όπως είδαμε νωρίτερα, δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε ακριβώς πότε μια ορισμένη εποχή αρχίζει.



Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ