Γιάννης Τσαρούχης - "Η Παναγιά της Νίκης"



  Η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Νίκης, φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου, στο μέτωπο της Αλβανίας,  απο το Γιάννη Τσαρούχη που υπηρετούσε στο μέτωπο του Ελληνοιταλικού πολέμου 1940, που υπηρετούσε κι ο ίδιος.  Η ιστορία του εικονίσματος ξεκίνησε όταν ένας στρατιώτης έγραψε αναφορά στο στρατηγό Κατσιμήτρο για το όραμά του 



Κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου, στο αλβανικό μέτωπο, μέσα στη φρίκη του πολέμου, ένας στρατιώτης βλέπει ένα όραμα,,,


Ηταν ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος που είχε βγει για ένα περίπατο και περιγράφει την ασυνήθιστη εικόνα που αντίκρισε: 
«ο αήρ είχε πάψει να φυσά, ο ουρανός ήταν αστεροειδής και κατά την επιστροφή, ούτε 10 βήματα δεν είχε κάνει, του εμφανίζεται και του κόβει το δρόμο μια γυμνή μαυροφόρα, έχουσα σεμνή την εμφάνισή της». 
Το πρόσωπο της διακρινόταν στο ημίφως. Εκείνος αιφνιδιάστηκε από το θέαμα και έπεσε στα γόνατα στο έδαφος. Πήγε να την ασπαστεί, ενώ τα μάτια του ήταν συγκινημένα, τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν. 
Τότε άκουσε φωνές:  «Είμαι η Παναγία. Μη φόβισε παιδί μου. Εγώ ενεμφανίσθη να σου είπω τρεις λόγους. Τους οποίους να μη λησμονήσεις». Του είπε ότι πρώτον η Ελλάδα θα βγει νικηφόρα από τον πόλεμο, δεύτερον ότι ο πόλεμος κηρύχθηκε εναντίον της Ελλάδος για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αφορμή είναι η απομάκρυνσή του από την χριστιανική θρησκεία και τρίτον ότι το δίκαιο πάντα υπερισχύει της βίας. 

Αρχικά ο ανθυπασπιστής ανέφερε ότι πέρασε την παρουσία για κάποια Αλβανή κατάσκοπο και ύψωσε το ρεβόλβερ του για να την πυροβολήσει, όμως τότε η γυναίκα ύψωσε την παλάμη της και του είπε: «Μη χτυπάς, έχω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας». Ο στρατιώτης κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του και το αναφέρει στον στρατηγό Κατσιμήτρο 

Ο Κατσιμήτρος μόλις έμαθε για την αναφορά του στρατιώτη έδωσε εντολή να βρεθεί ζωγράφος, ενώ ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος διέταξε αμέσως να γίνει έρανος γιατί θέωρησε ότι στο σημείο που εμφανίστηκε η Παναγία  θα πρέπει να γίνει μικρός ναός. 

Η ιστορία του στρατιώτη διαδόθηκε γρήγορα στο στράτευμα. Ένας λοχαγός φώναξε κάποιον φαντάρο που ήξερε να ζωγραφίζει. Ήθελε μια εικόνα που θα κοσμούσε το εκκλησάκι που θα χτιζόταν στο Γκολέμι. Εκεί, δηλαδή που ο ανθυπασπιστής ανέφερε, ότι είχε δει την Παναγία.  

Ο στρατιώτης που ζωγράφισε την εικόνα του οράματος, ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος στρατεύθηκε το 1939 και υπηρέτησε στο Κούτσι, στην Αλβανία. 
Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να γίνουν σκηνές από τις μάχες.
Καμβά για να ζωγραφίσει δεν είχε και έψαχνε να βρει απεγνωσμένα. Σε γράμμα του, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, βρήκε ένα καπάκι από ένα κιβώτιο ρέγκας, το οποίο μύριζε έντονα. Πάνω σε αυτό ζωγράφισε την περίφημη «Παναγιά της Νίκης». Ως πρότυπο είχε μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια. 


Η ιστορία της εικόνας, όπως την είχε αφηγηθεί ο Τσαρούχης και αναφέρεται στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» του Κ. Χατζηπατέρα


Τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, στο χωριό Κούτσι, την ώρα που παίρναμε συσσίτιο στα σκοτεινά ακούσαμε το εξής νέο:Η Παναγία παρουσιάστηκε σ' έναν ανθυπασπιστή και αυτός την εξέλαβε για Αλβανίδα, προφανώς κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει με το ρεβόλβερ του. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: “Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”.

Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Οι μύλοι όλοι στην Αλβανία είναι τετράγωνα κτίρια για καλαμπόκι. Μου πρότεινε ο διοικητής να κάνω τοιχογραφίες, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. 

Το μέρος αυτό εβάλλετο πολύ από τους Ιταλούς και εφοβόμουν. Δέχτηκα όμως να κάνω τέσσερις εικόνες για το τέμπλο, αν βρουν τέσσερις σανίδες. Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες. Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού. Κι αργότερα, για να κάνω μερικά πορτραίτα του λοχαγού αυτού, που ήταν φιλότεχνος και βιβλιόφιλος. 
Ύστερα από πολλές έρευνες βρέθηκε ένα καπάκι από κιβώτιο. Εκεί πάνω ζωγράφισα την “Παναγία της Νίκης”, έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.

Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα. Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα. Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας.

Καθώς πηγαίναμε στο διοικητή, έφραξαν σχεδόν το δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. 
Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός. Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο.
“Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;”
“Όχι, φίλε”, του απάντησα, “αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων”.
Όταν με είδε ο διοικητής με γένια και κακοτυλιγμένες γκέτες, μου είπε: 
“Έλληνας στρατιώτης είσαι εσύ ή Βούλγαρος αιχμάλωτος; Για να δούμε την εικόνα. Την έχεις κάνει άγρια την Παναγία, σαν Αρβανίτισσα. Και ο Χριστός είναι κι αυτός αγριωπός”.

Για να τον θαμπώσω τού είπα κάτι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ:“Ευλογητός ει Κύριε ο διδάσκων τας χείρας μου εις πόλεμον, τους δακτύλους μου εις παράταξιν”. 
“Βλέπω είσαι και θεοφοβούμενος”, μου απάντησε.
Φώναξε τον κουρέα να με ξουρίσει και ένας στρατιώτης με βοήθησε να τυλίξω καλά τις γκέτες μου. Αισθανόμουνα σαν ηθοποιός του κινηματογράφου που τον ετοιμάζουν για γύρισμα. 
Και ο διοικητής είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να μου βγάλει μια φωτογραφία με την εικόνα μαζί. “Τώρα που είναι αξιοπρεπής Έλληνας στρατιώτης”.
Όταν γύρισα μετά τον πόλεμο στην Αθήνα, μου παραδώσανε αυτή τη φωτογραφία και την έχω ακόμα.

Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία.

Το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε από τον έρανο υπολογίστηκε γύρω στις 800 χιλιάδες δραχμές, ένα τεράστιο ποσό αν λάβει κανείς υπόψιν τα οικονομικά δεδομένα των στρατιωτών του μετώπου. Η εκκλησία χτίστηκε στο Γκολεμί, στο σημείο που ο στρατιώτης είδε το όραμα με την Παναγία, η οποία όπως έχουν καταθέσει μάρτυρες καταστράφηκε επί Χότζα. 

H αρχική φωτογραφία  επιχρωματίστηκε από τον Χρήστο Καπλάνη και δημοσιεύτηκε στη σελίδα  Past in Color...






Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ