Η Ελένη Παπαδάκη ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία των ηθοποιών των οποίων η ακτινοβολία της προσωπικότητάς τους ξεπερνούσε τη σκηνή, και, φτάνοντας στην πλατεία, γέμιζε με φως τους θεατές που γίνονταν μάρτυρες της ανυπέρβλητης τέχνης της. Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου του 1908. Ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον όπου η μάθηση, η πνευματική και ψυχική καλλιέργεια θεωρούταν υποχρέωση του ατόμου προς τον εαυτό του. Ο παππούς της ήταν καθηγητής καλλιτεχνολογίας, αισθητικής και λατινικής φιλολογίας, ο πατέρας της σπουδαγμένος στη Ροβέρτειο Σχολή και η μητέρα της διακρινόταν για τη μουσική της καλλιέργεια, επομένως ήταν φυσικό επακόλουθο να εξοικειωθεί και η Ελένη από πολύ νωρίς με τη μουσική και τη λογοτεχνία.
Ιδιαίτερα εξοικειωμένη ήταν από τα παιδικά της χρόνια, με τη γερμανική κουλτούρα και γλώσσα, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά, αλλά και με το πιάνο και το τραγούδι. Η πρώτη της ουσιαστική επαφή με το θέατρο έγινε το 1923, όταν αρρώστησε από πλευρίτιδα και αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τα μαθήματα πιάνου και τραγουδιού που παρακολουθούσε στο Ελληνικό Ωδείο. Εκείνη την περίοδο, αναζητώντας διέξοδο έκφρασης, παρακολούθησε ως ακροάτρια τις τακτικές μαθητικές παραστάσεις και τα μαθήματα του Νίκου Παπαγεωργίου, διευθυντή της Δραματικής Σχολής του Ελληνικού Ωδείου. Αν και η Ελένη συνάντησε σθεναρές αντιδράσεις από το περιβάλλον της και κυρίως από τη μητέρα της, στράφηκε προς το θέατρο και στις 6 Απριλίου 1924 συμμετείχε στην 8η επίδειξη της Δραματικής Σχολής με δυο μονόπρακτα σε διδασκαλία Νίκου Παπαγεωργίου.
Την ίδια χρονιά, ο Σπύρος Μελάς αναζητώντας νέο αίμα για να στελεχώσει το θέατρο που επρόκειτο να ιδρύσει, επέλεξε μαθητές από διάφορες σχολές, ανάμεσά τους και την Ελένη Παπαδάκη, η οποία στις 10 Ιανουαρίου 1925 εμφανίστηκε στο έργο «Πειρασμός» του Ξενόπουλου ερμηνεύοντας το ρόλο της Αγγέλας. Μετά από μια σειρά επιτυχίες, ο Σπύρος Μελάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την κηδεμονία των Ωδείων, ιδρύοντας το «Θέατρο Τέχνης». Τότε υπέγραψε η Ελένη Παπαδάκη το πρώτο επαγγελματικό της συμβόλαιο, γεγονός που προκάλεσε και πάλι ισχυρότατες αντιδράσεις από μέρους της οικογένειάς της. Η Ελένη όμως ήταν και πάλι αμετάπειστη.
Ήταν παθιασμένη με το θέατρο και θα αφιέρωνε τη ζωή της σ’αυτό. Μια από τις πρώτες και πολύ επαινετικές κριτικές που γράφτηκαν για την Ελένη Παπαδάκη, ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη ο οποίος σημείωνε:
«έπαιξε περίφημα, όπως σπάνια παίζουν Ελληνίδες ηθοποιοί(…), εχρωμάτισε καλά, ζωηρά και έδωσε παλμό και ψυχή στο παίξιμό της».(2)
Η πραγματική καριέρα της Παπαδάκη ξεκίνησε στις 24 Ιουνίου 1925, όταν εμφανίστηκε στο ρόλο της Προγονής στο έργο του Πιραντέλλο «Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Αναφερόμενος σε αυτή της την εμφάνιση, ο Αρτέμης Μάτσας σημειώνει:
«…Μόλις εμφανίστηκε, γέμισε η σκηνή φως. Σβήσανε όλα τα άλλα πρόσωπα. Η μαγεία απλώθηκε παντού…»(3)
Το όνομα της νέας πρωταγωνίστριας άρχισε να συζητιέται πολύ έντονα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής και πολύ σύντομα πρώτα η Κυβέλη (Νοέμβριος 1925) και στη συνέχεια ο Αιμίλιος Βεάκης (Ιανουάριος 1926) κάλεσαν την Ελένη Παπαδάκη να εμφανιστεί μαζί τους στη σκηνή. Στη συνέχεια η Παπαδάκη συνεργάστηκε με αρκετούς σημαντικούς αλλά και ασήμαντους θιάσους, ώσπου χρίστηκε πρωταγωνίστρια το 1929, συμμετέχοντας στο θίασο «Εταιρεία Ελλήνων Καλλιτεχνών».
Το 1931 έκανε θίασο με τον Μήτσο Μυράτ και τον Περικλή Γαβριηλίδη και ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη,η οποία δήλωσε για τη συνεργασία τους:
«Μου αποκαλύπτεται τώρα σπουδαίο ταλέντο, σπάνια είχα τέτοια συγκίνηση στο θέατρο, ακούγοντας την καινούργια μου συνεργάτιδα».(4)
Ολοκληρώνοντας τη συνεργασία της με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, η Παπαδάκη –η οποία κατά γενική ομολογία εθεωρείτο η τρίτη σημαντική μονάδα ανάμεσα στις γυναικείες δυνάμεις του θεάτρου, μαζί με την Κοτοπούλη και την Κυβέλη, υπέγραψε, μετά από περιπέτειες, συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο.
Με την είσοδό της στο Εθνικό Θέατρο, η Παπαδάκη κατάλαβε ότι θα αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Έτσι κι έγινε. Στο δυναμικό του θιάσου ανήκαν πολλοί πρωταγωνιστές και δεν άργησε να δημιουργηθεί ασφυξία και να ξεσπάσει ένας ανελέητος αγώνας επικράτησης του ενός ηθοποιού πάνω στον άλλο. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα η Παπαδάκη το αντιμετώπισε με την Κατίνα Παξινού η οποία από την πρώτη κιόλας χρονιά, έγινε, με τη βοήθεια του Φώτου Πολίτη –και στη συνέχεια με τη στήριξη του Δημήτρη Ροντήρη-η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί η Ελένη Παπαδάκη.
Η Ελένη Παπαδάκη άρχισε τη συνεργασία της με το Εθνικό ερμηνεύοντας Την Έλλα Ρέντχαϊμ στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν και τη Δυσδαιμόνα στον «Οθέλο» του Σαίξπηρ. Όσον αφορά στα υπόλοιπα δεκατρία έργα που ανέβασε το Εθνικό την ίδια περίοδο, οι ρόλοι μοιράστηκαν ανάμεσα στην Μανωλίδου, την Παξινού και την Μιράντα.
Οι κριτικοί που είχαν αντιληφθεί τον παραγκωνισμό της Παπαδάκη, δεν έχαναν ευκαιρία να διαμαρτύρονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα λόγια του ιστορικού του νεοελληνικού θεάτρου Ιωάννη Σιδέρη:
«…Είναι καταφανής η αδικία της από τους σκηνοθέτες. Μου είναι αδύνατον να καταλάβω πώς η Παπαδάκη κάνει τόσο λίγες εμφανίσεις στη σκηνή, ενώ αποδεικνύεται πως είναι η μοναδική γυναίκα του Εθνικού κι από τις καλύτερες του ελληνικού θεάτρου…Δεν είναι η καπριτσιόζα γυναίκα, είναι η αληθινή αρτίστα, με την ψυχή τη μεγάλη και τον προορισμό για το θέατρο…Είναι αδικημένη η Παπαδάκη που κάθε ίνα της, κάθε κύτταρό της είναι παλμός, ορμή, ουσία, τέχνη».
Η αλήθεια είναι πως η Ελένη Παπαδάκη δεν υπήρξε ποτέ η αγαπημένη –αν και διέθετε όλα τα υποκριτικά προσόντα- ούτε του Φώτου Πολίτη αλλά ούτε και του Δημήτρη Ροντήρη, ο οποίος ανέλαβε στη συνέχεια τα ηνία του Εθνικού Θεάτρου το οποίο το 1935 μετονομάστηκε σε Βασιλικό. Έτσι, καθ’όλη την παραμονή της στο δυναμικό της κρατικής σκηνής, σπάνια έπαιρνε τον ρόλο που δικαιωματικά της ανήκε. Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η περίοδος κατά την οποία στο τιμόνι του Εθνικού (Βασιλικού) Θεάτρου βρέθηκε ο Κωστής Μπαστιάς. Ο νέος διευθυντής του Εθνικού κατάφερε να εξισορροπήσει τις καλλιτεχνικές αντιπαραθέσεις, προσλαμβάνοντας τον Τάκη Μουζενίδη που ανέλαβε τη σκηνοθεσία κάποιων έργων σε πολλά από τα οποία πρωταγωνίστησε η Παπαδάκη.
Η «Εκάβη» αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της Παπαδάκη. Με το ρόλο αυτό η ηθοποιός έδειξε σε όλους όσοι παρακολούθησαν τις παραστάσεις του έργου πως είχε φτάσει στη μεγάλη ακμή της. Η ερμηνεία της γοήτευσε το κοινό και τους κριτικούς που έσπευσαν να μιλήσουν, για άλλη μια φορά, για το ταλέντο και την τεχνική της:
«Όσο κι αν εγκωμιάσει κανένας την Ελένη Παπαδάκη δεν θα είναι αρκετό. Πάντα την θαύμαζα, δεν περίμενα όμως ότι θα μπορούσε να εξαρθεί και στην απόλυτη τελειότητα. (…) Ήταν μαζί εμπνευσμένη και παθητική, δονισμένη από λυρική έξαρση και σπαραχτικά ξεσχισμένη, ανήμερη και ευγενική και πάντα μεγαλόπρεπη βασίλισσα και στις πιο έξαλλες παραφορές της. Κάθε της κίνησή, κάθε τονισμός της φωνής της ήταν μια αρμονία, ένα τραγούδι, ένα ποίημα (…) Ήταν η ιδανική ερμηνεύτρια της τραγωδίας».
Η Ελένη Παπαδάκη έμεινε στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου ως η ερμηνεύτρια μικρών λεπτομερειακών ρόλων, γιατί καταδέχτηκε, αν και φτασμένη πρωταγωνίστρια, να χαρίσει τη λάμψη της σε μικρούς ρόλους. Υπήρξε όμως και η καθαρόαιμη πιραντελλική ηθοποιός αλλά και η μέγιστη τραγωδός. Ήταν η μεγάλη τεχνίτρα του θεατρικού λόγου. Σύμφωνα με τον Στρατή Μυριβήλη:
«Ένας τυφλός, ακούγοντας την Ελένη Παπαδάκη, θα βλέπει ασφαλώς τα χρώματα και τα σχήματα».
Ο τρόπος που η Ελένη Παπαδάκη μελετούσε και ανέλυε τις τραγικές ηρωίδες ήταν υποδειγματικός. Σύμφωνα με διηγήσεις της Μαργαρίτας Δαλμάτη, η Παπαδάκη μελετούσε αρχικά το αρχαίο κείμενο για να συλλάβει το ρυθμό του λόγου. Η μελέτη των έργων αλλά και των χαρακτήρων γινόταν σε πέντε μέρη, γι’ αυτό και η ηθοποιός κρατούσε πέντε αντίγραφα. Τα τέσσερα ήταν κείμενα με νεοελληνικές μεταφράσεις. Στο πρώτο κείμενο έκανε την αντιπαραβολή με το αρχαίο κείμενο, στο δεύτερο ασχολιόταν με τα περίπλοκα ζητήματα του ρυθμού, στο τρίτο σημείωνε σχολαστικά τους χρωματισμούς, τη ρυθμική αγωγή, την ένταση, τις παύσεις, τις κινήσεις αλλά και τις ψυχικές καταστάσεις που υπαγόρευαν τη δράση, ενώ στο τέταρτο αντίγραφο, η Παπαδάκη σημείωνε τις αλλαγές που είχαν γίνει στο κείμενο. Το πέμπτο κείμενο ήταν το πρωτότυπο, πάνω στο οποίο συζητούσε τα επίμαχα σημείωνε τον μεταφραστή.
Η Ελένη Παπαδάκη έφυγε στα 36 της χρόνια. Ο θάνατός της αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες του εμφυλίου και της ιστορίας του ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), η οποία γράφτηκε στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ, στις 21 Δεκεμβρίου 1944, όταν η Ελένη Παπαδάκη –κατηγορούμενη για τη φιλογερμανική στάση που κράτησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εκτελέστηκε από άντρες της πολιτιφυλακής Πατησίων του ΕΑΜ.
Η είδηση της δολοφονίας της συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο. Ο Αλέξης Σολωμός, εκφωνώντας τον επικήδειο λόγο, τόνισε:
«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε, χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (…). Χάσαμε ένα από τα πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής –χάσαμε έναν καλό φίλο και έναν ωραίο άνθρωπο. Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε κει πάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστεια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…».
Κανείς δεν μπορεί ακόμη και σήμερα να υποδείξει με σιγουριά τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας της, ούτε να πει αν η φιλογερμανική στάση που κράτησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής άξιζε οποιασδήποτε καταδίκης. Άλλωστε, υπάρχουν τόσες μαρτυρίες ότι η Παπαδάκη δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της ταυτότητα και έσωσε αρκετές φορές, όσες τουλάχιστον ήταν δυνατόν, συναδέλφους της από τα χέρια των Γερμανών.
Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως ο θάνατός της στέρησε τις επόμενες γενιές από τις μοναδικές εμπειρίες που η μεγάλη ηθοποιός μπορούσε να προσφέρει μέσα από την τέχνη της.
(1) Ειρήνη Καλκάνη, Νέα Εστία, 01/10/1945
(2) Πολιτεία 20 Ιουνίου 1925
(3) Αρτέμης Μάτσας, Θεατρικές Μνήμες, 1986, σελ. 222
(4) Πολιτεία, 2 Ιουνίου 1932
(5) ΝΦωτάκης, Νέα Αλήθεια Θεσσαλονίκης, 24 Σεπτεμβρίου 1933
(6) Άλκης Θρύλος, Νέα Εστία, 1-15 Ιανουαρίου 1944
(7) Μαρίνος Κουσουμίδης, Η γυναικοκρατία στο θεάτρο,Εκδόσεις Γιάννης Βασδέκης, σελ. 84.
(8) Πολύβιου Μαρσάν «Ελένη Παπαδάκη – Μιαφωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001, σελ. 364
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου